του Αθανασίου Παπανδρόπουλου
Στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες του με Ευρωπαίους πρωθυπουργούς και αρχηγούς κρατών, ο επικεφαλής της «ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας» (ΕΚΤ) κ. Μάριο Ντράγκι (Mario Draghi) είναι κατηγορηματικός: αν, υποστηρίζει, έως το τέλος του έτους βρεθεί λύση στο πολιτικό πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ), η ΕΚΤ διαθέτει επαρκέστατα χρηματοδοτικά μέσα για να στηρίξει μία προσπάθεια δημοσιονομικής ενοποιήσεως, με παράλληλη διαδικασία αμοιβαιοποιήσεως δημοσίων χρεών. Κατά τον κορυφαίο ευρωτραπεζίτη, που από το 1990 είναι βαθειά «χωμένος» στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, η πολιτική ολοκλήρωση αποτελεί σήμερα το μόνο μέσον πειθούς των αγορών ότι η ευρωζώνη -και μαζί μ' αυτήν η ΕΕ– μπορούν να αποφύγουν τα χειρότερα.
Όμως, στο επίπεδο αυτό ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης έχει δύο προβλήματα, τα οποία δημιουργούν αβεβαιότητα και, ως εκ τούτου, τροφοδοτούν την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών έναντι της Ευρώπης, με ταυτόχρονη ενίσχυση των κερδοσκοπικών πιέσεων.
Το πρώτο πρόβλημα έγκειται στην γερμανική κεντρική τράπεζα και τους ενδοιασμούς της να στηρίξει με γερμανική δαπάνη την πολιτική ένωση της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι η τελευταία θα είναι πολλαπλώς ωφέλιμη για την Γερμανία. Ωστόσο, ο κ. Μ. Ντράγκι θεωρεί το πρόβλημα αυτό πιο διαχειρίσιμο από το δεύτερο, που είναι η ελληνική συμμετοχή στην ευρωζώνη.
Τόσον ο κ. Μ. Ντράγκι όσο και αρκετοί άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες, τραπεζίτες, σύμβουλοι επιχειρήσεων και παρατηρητές θεωρούν την «ελληνική ασθένεια», όπως την αποκαλούν, ανίατη.Όχι τόσο για οικονομικούς, όσο για πολιτικούς, θεσμικούς και εν μέρει πολιτιστικούς λόγους. Ο καθένας από την σκοπιά του θεωρούν ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα, έτσι όπως δομήθηκε και αναπτύχθηκε από το 1975 και μετά, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ανταποκριθεί στις ουσιαστικές ευρωπαϊκές προκλήσεις, ακόμα και αν δεχθεί αμέτρητα δισεκατομμύρια ευρώ για να αναδιαρθρωθεί.
Κορυφαίοι Ευρωπαίοι πολιτικοί θεωρούν ότι εξαπατήθηκαν από την Ελλάδα και τονίζουν σήμερα, όπως για παράδειγμα ο Γάλλος πρόεδρος κ. Β. Ζισκάρ Ντ' Εστέν (Valéry Giscard D’ Estaing), ότι η ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ ήταν λάθος. Λάθος θεωρούν και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες την στήριξη που προσέφεραν στον κ. Κώστα Σημίτη για την ένταξή μας στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Και ο προβληματισμός που σήμερα είναι διάχυτος αφορά στο αν η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στην ζώνη του ευρώ.
Η χώρα έχει ήδη δεχθεί από τα κοινοτικά ταμεία 160 δις ευρώ για αναπτυξιακά έργα, μεταρρυθμίσεις και καινοτόμες επενδύσεις. Από τα κεφάλαια αυτά, μόνον το 50% απορροφήθηκε για τους σκοπούς που έπρεπε. Η ελληνική γεωργία χρηματοδοτήθηκε με άλλα 200 δις ευρώ και σε μεγάλο βαθμό παραμένει στην εποχή του αραμπά. Πλην όμως, στον θεσσαλικό κάμπο και αλλού, οι πολυτελείς βίλες και τα ακριβά αυτοκίνητα κατέχουν τις πρώτες θέσεις στην αγροτική Ευρώπη.
Η ελληνική δημόσια διοίκηση από την πλευρά της, όχι μόνον δεν είναι συμβατή με το κοινοτικό κεκτημένο, αλλά αρνείται πεισματικά και να το ενσωματώσει στην ελληνική έννομη τάξη. Με αποτέλεσμα η χώρα να υστερεί απελπιστικά στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, γεγονός που συνιστά και βασικό αντικίνητρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Ακόμα χειρότερα, η μάλλον σκόπιμη αδυναμία της Ελλάδας να χρησιμοποιήσει τους κοινοτικούς πόρους για να αποκτήσει κτηματολόγιο και τα πολυδάπανα καραγκιοζιλίκια κάποιων δήθεν οικολόγων που σαμποτάρουν σημαντικά έργα ανακύκλωσης απορριμμάτων, έχουν κυριολεκτικά εξοργίσει κοινοτικούς παράγοντες που, κατά δήλωσίν τους, «έχουν βαρεθεί να ασχολούνται με ελληνικά θέματα». Εξάλλου, οι σχέσεις της ελληνικής δημόσιας διοίκησης με τις κοινοτικές υπηρεσίες είναι εξόχως προβληματική -με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για το κύρος της χώρας. Και αυτό αποτελεί ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Χωρίς κύρος, αξιοπιστία και την πλήρη εμπιστοσύνη των εταίρων της, η Ελλάδα θα είναι δύσκολο να ακολουθήσει μία διαδικασία πολιτικής ενσωμάτωσης στην ΕΕ, λόγω διοικητικής και θεσμικής ασυμβατότητας.
Αν τους προσεχείς μήνες ξεκινήσει η διαδικασία της εν τινι μέτρω δημοσιονομικής ενοποιήσεως της ευρωζώνης, η ελληνική «μηχανή» δεν είναι καθόλου έτοιμη για μια παρόμοια προσπάθεια και ούτε πείθει ότι μπορεί να προετοιμασθεί. Παρά κάποιες τεχνολογικές προόδους που έχουν γίνει στο επίπεδο της φορολογίας, η ελληνική διοικητική πραγματικότητα απέχει πολύ από την αντίστοιχη των άλλων χωρών μελών της ευρωζώνης. Αποτέλεσμα αυτής της δομικής πλέον αδυναμίας της ελληνικής πλευράς είναι η φοβερή σπατάλη ανθρώπινων και υλικών πόρων -προς όφελος των εχθρών της ευρωπαϊκής πορείας της και της δημοκρατίας. Μέσα στο κλίμα αυτό, εξάλλου, πάνε χαμένες και οι προσπάθειες που γίνονται για την δημοσιονομική εξυγίανση, ενώ πλήττονται βάναυσα και οι προοπτικές για μελλοντική ανάπτυξη.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον όλο και πιο σοβαρά στις ηγεσίες της ΕΕ είναι αυτό του κατά πόσον η Ελλάδα θα έπρεπε να αφεθεί να καταποντισθεί, μήπως και στην συνέχεια αναγεννηθεί. Ερώτημα πολύ επικίνδυνο, διότι ο καταποντισμός δεν συνεπάγεται πάντα την αναγέννηση.
O Αθανάσιος Παπανδρόπουλος είναι οικονομικός συντάκτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου