του Christian Odendahl
Chief economist at the Centre for European Reform. Empirical optimist. Colognian Ambassador to Stockwell.
Πηγή:www.capital.gr
Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή διαπραγματεύεται την έξοδό της από διάφορα προγράμματα και “διασώσεις” με τους Ευρωπαίους και διεθνείς πιστωτές της. Η Ελλάδα είναι ακόμη αρκετά αδύναμη να σταθεί από μόνη της, οικονομικά. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο το επίπεδο του χρέους, το οποίο είναι διαχειρίσιμο βραχυπρόθεσμα διότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι σχετικά χαμηλό. Το κύριο ζήτημα είναι πώς να γίνει η Ελλάδα μια ευημερούσα οικονομία εντός του ευρώ, μετά από μια επική οικονομική συρρίκνωση και στο πλαίσιο της υποχώρησης της δημόσιας υποστήριξης για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις.
Οι προοπτικές ανάπτυξης της χώρας θα καθορίσουν τελικά πόσο από το χρέος της Ελλάδας θα αποπληρωθεί. Ασφαλώς, οι Ευρωπαίοι φορείς χάραξης πολιτικής και το ΔΝΤ θα συνεχίσουν στον ίδιο δρόμο, και η Ελλάδα δεν είναι σε θεςη να τους αναγκάσει να αλλάξουν πορεία. Αλλά καθώς πρόκειται να διεξαχθεί μια κρίσιμη εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2015, που θα μπορούσε να βάλει τέλος στη θητεία της τωρινής κυβέρνησης και να φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ, το ακροαριστερό κόμμα, στην εξουσία, είναι ώρα να γίνει ένας απολογισμός. Τα ελληνικά προγράμματα είχαν σοβαρές ελλείψεις που αποδειχθούν δαπανηρές, τόσο σε ό,τι αφορά την οικονομική ζημιά όσο και σε λαϊκή νομιμοποίηση. Αυτό που χρειάζεται, είναι η Ελλάδα να αναλάβει από μόνη της περαιτέρω μεταρρυθμίσεις και να επικεντρωθεί στην μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη.
Απολογισμός
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα δεν έχει υπάρξει ποτέ το μοναδικό -ή το βασικότερο- πρόβλημα στην ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα, τα προγράμματα της ευρωζώνης για την Ελλάδα έχουν εξυπηρετήσει άλλους σκοπούς: έχουν αποτελέσει ένα σκληρό παράδειγμα για άλλες χώρες, έτσι ώστε να μην ζητούν ευρωπαϊκά λεφτά επιπόλαια. Έχουν προσπαθήσει να αποτρέψουν την μετάδοση σε άλλες χώρες και ως εκ τούτου εμπόδισαν μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους για αρκετό καιρό. Με το να είναι αυστηροί, έχουν προσπαθήσει να διατηρήσουν την πολιτική στήριξη στον Βόρειο πυρήνα της Ευρώπης που μπορεί να χρειαζόταν εάν εξαπλωνόταν η κρίση. Και είχαν στόχο να γλιτώσουν το εύθραυστο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα από “άλλη μία Lehman” διότι οι Ευρωπαίοι απέτυχαν να αναδιαρθρώσουν πλήρως και να ανακεφαλαιοποιήσουν τις τράπεζές τους μετά από το 2008. Την ίδια στιγμή, η ελληνική κοινωνία και η πολιτική της ηγεσία δεν ήταν καλά προετοιμασμένοι για την κρίση. Δυσκολεύτηκαν να συνεργαστούν με το ΔΝΤ και με τους Ευρωπαίους, καθώς κανένας από τους δύο δεν γνώριζε καλά την χώρα, προκειμένου να σχεδιάσει ένα αποτελεσματικό και χωρίς αποκλεισμούς μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.
Τα προγράμματα στα οποία κατέληγαν, εστίαζαν στη μείωση των δαπανών και στo να αποφύγουν τις ζημιές για τους Ευρωπαίους και Έλληνες ιδιώτες ομολογιούχους. Αυτές οι δημοσιονομικές περικοπές, μαζί με την απειλή της εξόδου από το ευρώ, προβλέψιμα οδήγησαν σε οικονομική ύφεση: το ελληνικό ΑΕΠ είναι αυτή τη στιγμή 20% χαμηλότερα από το επίπεδο του 2009 και μετά βίας αναπτύσσεται. Η ανεργία διαμορφώνεται στο 26%, και τα τρία τέταρτα των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι. Τα ελληνικά δημοσιονομικά εμφανίζουν όντως ε΄να πρωτογενές πλεόνσμα, που είναι πλεόνασμα χωρίς το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Αλλά με την κατάρρευση του ονομαστικού ΑΕΠ, το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί στο 176% του ΑΕΠ, παρά το μαζικό haircut στους ιδιώτες κατόχους ομολόγων το 2012. Είναι σημαντικό πως η ύφεση έχει διαβρώσει την αρχική δημόσια στήριξη για μια αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και τη διακυβέρνηση.
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο μεταξύ, εστίαζαν σε θέματα που θεωρούνταν κρίσιμα για τα ελληνικά δημοσιονομικά: είσπραξη φόρων, περικοπές θέσεων στο δημόσιο, σε μισθούς και πρόνοια, και ιδιωτικοποιήσεις. Ορισμένες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις σίγουρα χρειαζόταν, και η Ελλάδα ήταν μία χώρα με τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τον “δείκτη ανταπόκρισης στις μεταρρυθμίσεις του Οργανισμού. Αλλά έκαναν ελάχιστα για να αυξήσουν τη δυναμική ανάπτυξης της Ελλάδας: γραφειοκρατία στο δημόσιο, ρυθμιστικό περιβάλλον, το δικαστικό σύστημα και τα ζητήματα δικαιωμάτων γης, συνεχίζουν να επιβαρύνουν σημαντικά την ελληνική οικονομία.
Αυτό το πρόσφατο paper της Κομισιόν διαπίστωσε ότι αυτοί οι περιορισμοί περιόρισαν τις ελληνικές εξαγωγές παρά οι μη ανταγωνιστικές τιμές ή οι μισθοί. Νωρίτερα φέτος, ο ΟΟΣΑ υποστήριξε ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν ετησίως 3,3 δισ. ευρώ εάν η κυβέρνηση αφαιρούσα τα περιττά διοικητικά εμπόδια. Ο ΟΟΣΑ επισήμανε ακόμη 555 κανονισμούς που πλήττουν σοβαρά τον ανταγωνισμό στην ελληνική οικονομία.
Έτσι, ο στόχος θα πρέπει να είναι μια αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν το πολιτικό σύστημα και η γραφειοκρατία στο δημόσιο, κάτι που απαιτεί την στήριξη όλου του πολιτικού φάσματος, της κοινής γνώμης και της ίδιας της γραφειοκρατίας. Επίσης απαιτεί δράση για να μειωθούν οι πελατειακές σχέσεις, που σε μεγάλο βαθμό είναι αυτή τη στιγμή σε αναμονή διότι υπάρχουν πολύ λίγα χρήματα να δαπανηθούν ή θέσεις στο δημόσιο για να καλυφθούν. Αυτές οι κρίσιμες μεταρρυθμίσεις μπορεί να πάρουν και μια δεκαετία -κάποιες ακόμη και μια γενιά- παρά ένα-δύο χρόνια για να υλοποιηθούν.
Η τωρινή κατάσταση των προγραμμάτων
Επομένως συνολικά, το περιορισμένο πολιτικό κεφάλαιο στην Ελλάδα δεν δαπανήθηκε στο τι ήταν πιο κρίσιμη για την μακροπρόθεσμη επιτυχία της οικονομίας της, και κατά συνέπεια, των δημόσιων οικονομικών της. Ως αποτέλεσμα, οι Ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας είναι λιγότερο πιθανό να αποπληρωθούν, παρά την παράταση της διάρκειας των δανείων, και προσποιούμενοι ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτυχθεί έντονα και να εμφανίσει πολιτικά μη ρεαλιστικά δημοσιονομικά πλεονάσματα για χρόνια. Ο τωρινός γύρος των διαπραγματεύσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της τρόικας για την τελευταία αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος προσαρμογής, θα μπορούσε τώρα να είναι το κρίσιμο σημείο.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να συμφωνήσει στις απαιτήσεις της τρόικας -σε μια άκρως μη δημοφιλή μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος και στο να καταστούν ευκολότερες οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων, μεταξύ άλλων- ως αντάλλαγμα την τελευταία δόση των 7,2 δισ. ευρώ. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση θα ήθελε να βγει εντελώς από το πρόγραμμα πριν από τις εκλογές, και να απορρίψει τα κεφάλαια του ΔΝΤ που έχουν σημειωθεί για το 2015 και το 2016, ένα σχέδιο που απορρίπτει η τρόικα. Τέλος, θα ήθελε να μειώσει το μέγεθος της παρεμβατικής εποπτείας και την εξωτερική παρέμβαση, παρά το ότι χρειάζεται τουλάχιστον μια προληπτική πιστωτική γραμμή είτε από τους Ευρωπαίους ή από το ΔΝΤ, προτού μπορεί να επιστρέψει με ασφάλεια στις αγορές, πιστωτικές γραμμές οι οποίες συνήθως έρχονται με σημαντική εξωτερική εποπτεία.
Ο λόγος είναι σαφής: πολιτικά, η κυβέρνηση είναι με την πλάτη στον τοίχο, εν όψει της εκλογής Πρόεδρου της Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2015. Με βάση το ελληνικό Σύνταγμα, ο πρόεδρος εκλέγεται από τη Βουλή, και για να εκλεγεί θα χρειαστεί πλειοψηφία των τριών πέμπτων (180 ψήφους). Αυτή τη στιγμή, η κυβέρνηση έχει μόνο 154. Οι υπόλοιπες 26 ψήφοι πρέπει να έρθουν είτε από τον πρώην κυβερνητικό εταίρο, την ΔΗΜΑΡ ή από ανεξάρτητους βουλευτές. Και οι δύο φαίνονται απρόθυμοι να βοηθήσουν την κυβέρνηση. Εάν η Βουλή δεν καταφέρει να εκλέξει νέο πρόεδρο, θα υπάρξουν πρόωρες εκλογές, ένα χρόνο νωρίτερα. Ο τωρινός κυβερνητικός συνασπισμός είναι εξαιρετικά απίθανο να κερδίσει: το ακροαριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ προηγείται στις δημοσκοπήσεις καταλαμβάνοντας σχεδόν το 33%, σε σχέση με το κύριο κόμμα της κυβέρνησης, τη Νέα Δημοκρατία, που βρίσκεται μόλις στο 26% και το ΠΑΣΟΚ στο 6%.
Εάν η Ελλάδα εκλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ, η ευρωζώνη θα είναι ξανά σε άγνωστη περιοχή. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποσχεθεί να αντιστρέψει τις περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, τους μισθούς και τις συντάξεις, και να ακυρώσει ή τουλάχιστον να επαναδιαπραγματευτεί ουσιαστικά τη συμφωνία με την τρόικα. Δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να σταθεί μόνη της, οικονομικά, εκτός και εάν κηρύξει μονομερώς στάση πληρωμών, και οι δύο πλευρές θα βρεθούν σε πορεία σύγκρουσης. Η Ελλάδα θα αποσταθεροποιηθεί και θα είναι λιγότερο πιθανό να αποπληρωθεί το χρέος της. Μπορεί επίσης να τρομάξει τους επενδυτές και εκτός Ελλάδας. Ασφαλώς, η ΕΚΤ έχει καταστήσει σαφές ότι σκοπεύει να αποτρέψει την εξάπλωση της μετάδοσης ανά την ευρωζώνη. Αλλά η σύγκρουση με την Ελλάδα μπορεί να έρθει σε άσχημη στιγμή. Εάν η ανάπτυξη στην ευρωζώνη συνεχίσει να απογοητεύει, η ΕΚΤ πρέπει να χρησιμοποιήσει περαιτέρω αντισυμβατικά μέτρα (εξοργίζοντας έτσι τη γερμανική κοινή γνώμη) και η Ιταλία αμφισβητεί την τρέχουσα πορεία της πολιτικής πιο ανοιχτά, μια σύγκρουση με την Ελλάδα θα μπορούσε να ρίξει λάδι στη φωτιά.
Τι θα πρέπει να κάνει η Ευρώπη
Ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, που χαίρει ευρείας εκτίμησης, έκανε πρόσφατα λόγο για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας όλων των μεγάλων κομμάτων. Η ΕΕ θα πρέπει να πάρει το μήνυμα και να προσπαθήσει να βρει μια μακροπρόθεσμη λύση για τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας και το δημόσιο χρέος της, που να έχει ευρεία στήριξη σε όλο το πολιτικό φάσμα. Αυτό εξασφαλίζει την ανάληψη της ευθύνης από την Ελλάδα για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις. Και αυτό, με βάση την τοπική γνώση, αφαιρεί τα πιο δεσμευτικά εμπόδια που σήμερα κρατούν πίσω την ελληνική ανάπτυξη.
Ένας τρόπος θα ήταν να δημιουργηθεί ένα ελληνικό συμβούλιο μεταρρυθμίσεων, που να αποτελείται από Έλληνες εμπειρογνώμονες και εκπροσώπους της ελληνικής κοινωνίας, που θα συντάξει ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στο οποίο να μπορούν να συμφωνήσουν τα μεγάλα κόμματα στη Βουλή, και η ελληνική κοινή γνώμη. Αυτό το πρόγραμμα θα πρέπει, την ίδια στιγμή, να αφήνει αρκετό περιθώριο για δημοκρατικές αποφάσεις. Η Ευρώπη και το ΔΝΤ πρέπει να συνεχίσουν να προσφέρουν την τεχνική τους βοήθεια, αλλά να δώσουν την εντολή της εποπτείας του νέου προγράμματος μεταρρύθμισης, στο ελληνικό συμβούλιο μεταρρυθμίσεων. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να γίνει μια ξεκάθαρη συμφωνία: ότι μετά από μια επιτυχημένη ολοκλήρωση του προγράμματος, το ελληνικό χρέος θα απομειωθεί σε ένα βιώσιμο επίπεδο. Πόσο χρέος θεωρείται βιώσιμο είναι αδύνατο να προβλεφθεί και εξαρτάται από την ελληνική ανάπτυξη, αλλά θα ήταν ένα αποτελεσματικό κίνητρο για να εξασφαλιστεί η επιτυχία του συμβουλίου μεταρρυθμίσεων. Στο μεταξύ, ο ESM, το βασικό ταμείο διάσωσης της Ευρώπης, θα πρέπει να επεκτείνει μια προληπτική πιστωτική γραμμή στην οποία η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να καταφύγει στην περίπτωση που οι αγορές δεν είναι πρόθυμες να την χρηματοδοτήσουν σε λογικά επιτόκια, με την προϋπόθεση της προόδου στις μεταρρυθμίσεις.
Γιατί θα συμφωνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα προηγείται στις δημοσκοπήσεις, σε ένα τέτοιο ελληνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και στο συμβούλιο μεταρρυθμίσεων, λίγο πριν από την πιθανότητα να έλθει στην εξουσία; Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι πρέπει να αποδείξει στην ελληνική κοινή γνώμη ότι δεν θα αποσταθεροποιήσει περαιτέρω την ελληνική οικονομία. Η απειλή μιας εξόδου από το ευρώ τρομάζει το λαό. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση Ευρωβαρόμετρο, το 59% των Ελλήνων εξακολουθεί να εγκρίνει το ευρώ, κάτι που είναι εντυπωσιακό, διότι είναι υψηλότερα του μέσου όρου της ευρωζώνης, και σημαντικά υψηλότερα του 43% στην Ιταλία. Ένα πραγματικά ελληνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και μια σταθερή, μακροπρόθεσμη συμφωνία με την υπόλοιπη ευρωζώνη και το ΔΝΤ, θα μπορούσε να δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ την αξιοπιστία που χρειάζεται. Εάν ήταν μέρος της συμφωνίας οι πρόωρες εκλογές το καλοκαίρι του 2015, οι πιθανότητες ο ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει μια απόλυτη πλειοψηφία, μπορεί στην πραγματικότητα να ήταν υψηλότερες από ό,τι είναι τώρα.
Επιπλέον, ο Αλέξης Τσίπρας, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί αυτό το ελληνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων για να πειθαρχήσει το κόμμα του, το οποίο είναι μια χαλαρή ένωση διάφορων σοσιαλιστικών ομάδων. Την ίδια στιγμή, θα είχε αρκετό περιθώριο για να περάσει κάποιες πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, ο Αλ. Τσίπρας θα προεδρεύει έχοντας μια ελαφριά εποπτεία μιας αυθεντικά ελληνικής μεταρρυθμιστικής ατζέντας, αντί να έχει τις ενοχλητικές επισκέψεις της τρόικας κάθε δύο μήνες. Και θα μπορούσε να αποφύγει μια αντιπαράθεση με την ΕΕ που κατά βάθος ξέρει ότι δεν μπορεί να νικήσει χωρίς να προκαλέσει περαιτέρω βραχυπρόθεσμη ζημιά στην ελληνική οικονομία.
Η ευρωζώνη θα κέρδιζε από μια ρεαλιστική μακροπρόθεσμη ανάπτυξη για την Ελλάδα που διασφαλίζει ένα μέγιστο μέγεθος χρήσιμων μεταρρυθμίσεων και οικονομικής ανάπτυξης. Μια τέτοια μακροπρόθεσμη λύση, παρά την απομείωση του ελληνικού χρέους, θα διασφάλιζε επίσης ότι το επίσημο χρέος της Ελλάδας θα αποπληρωνόταν όσο το δυνατό περισσότερο, και θα έδινε τέλος στην τρέχουσα παρωδία της επέκτασης και προσποίησης. Εάν οι φορείς χάραξης πολιτικής της ευρωζώνης συνεχίσουν την ίδια τακτική με την Ελλάδα ενάντια στο ξεθωριασμένο momentum για αλλαγή, η ελληνική οικονομία θα παραμείνει κατά το ήμισυ μεταρρυθμισμένη και θα συνεχίσει να δυσκολεύεται εντός του ευρώ. Τελικά, η πολιτική ένταση θα μπορούσε να εξαπλωθεί και πέρα από την Ελλάδα.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.cer.org.uk/insights/greek-programme-greece
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου