Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Οι αγορές το λένε, εμείς το ακούμε;


Τις τελευταίες μέρες έχει γίνει πολύ συζήτηση, σχετικά με την δυνατότητα η όχι της Ελλάδας να βγει στην διεθνή αγορά ομολόγων, προκειμένου να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες για τα επόμενα έτη, αλλά και με πιο τρόπο μπορεί να γίνει αυτό. Η Ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αυτό είναι εφικτό, ακόμη και χωρίς τη βοήθεια των εταίρων μας. Το πολύ καλό άρθρο του Κωνσταντίνου (εδώ), εξηγεί με πολύ αναλυτικό τρόπο ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί, ότι σίγουρα θα υπάρξει κάποιας μορφής βοήθεια, τι είδους δυνατότητες υπάρχουν σε αυτήν την περίπτωση, και ποιες οι δεσμεύσεις που θα αναλάβουμε.



Αρωγός στην προσπάθεια αυτή της κυβέρνησης να πείσει ότι δεν χρειαζόμαστε άλλα οικονομικά προγράμματα, ότι μέχρι εδώ ήταν δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα πλέον, είναι και η επιτυχημένη (;) έξοδος της Ελλάδας στις αγορές το περασμένο καλοκαίρι, η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2013, και η εκτιμήσεις για την επανάληψη επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2014.

Από την άλλη η αξιωματική αντιπολίτευση πάει ακόμη πιο πέρα, και όχι μόνο θεωρεί ότι δεν χρειαζόμαστε επιπλέον οικονομική βοήθεια και εποπτεία τα επόμενα χρόνια, αλλά ότι θα έπρεπε ήδη «με ένα νόμο και ένα άρθρο», να έχουμε καταργήσει τις συμφωνίες που υπογράψαμε με τους εταίρους μας, προκειμένου οι τελευταίοι να μας χρηματοδοτήσουν μιας και κανείς άλλος δεν ήθελε να το κάνει τη συγκεκριμένη περίοδο, και δεν είναι και πολύ σίγουρο ότι και τώρα θέλει, όπως θα δούμε παρακάτω.

Φυσικά σε πολιτικό επίπεδο και στο εσωτερικό μεταξύ μας, (τα πολιτικά κόμματα εννοώ),  μπορούμε να λέμε ότι θέλουμε, το ζητούμενο όμως είναι ότι θα πρέπει με τα λεγόμενά μας, να συμφωνούν και οι εν δυνάμει δανειστές μας, δηλαδή οι διεθνείς αγορές. Και επειδή πολύ συζήτηση γίνεται για κακούς κερδοσκόπους κλπ, να πούμε ότι εκτός του ότι οι περισσότεροι διαχειριστές κεφαλαίων διαχειρίζονται κεφάλαια συνταξιοδοτικών ταμείων (και με μικρή επιτυχία πολλές φορές), δεν υπάρχουν στις οικονομικές αγορές «Μητέρες Τερέζες», ούτε διαχειριστές διατεθειμένοι να χάσουν τα κεφάλαια που διαχειρίζονται. Για να κερδίσουν πασχίζουν, (όπως όλοι οι συμμετέχοντες άλλωστε), και αυτό θα πρέπει να εκμεταλλεύεται κάθε σώφρονα χώρα, χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια για την ανάπτυξή της, και όχι για να βολεύονται "ημέτεροι".

Στην προσπάθεια αυτή λοιπόν την επίτευξης κερδών, μια σειρά από μεθόδους οι εκτίμησης του κινδύνου, τυγχάνουν ευρείας αποδοχής στον κόσμο των αγορών, έχοντας ως αποτέλεσμα πολλές αποφάσεις διαχειριστών μεγάλων χαρτοφυλακίων, να τείνουν να βασίζονται στα αποτελέσματά τους. Ίσως η πιο γνωστή από αυτές, είναι η μεταβολή στην αξία του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου (συνήθως μια μετοχή ή ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών), σε σχέση με την μεταβολή ενός «δείκτη αναφοράς».

Είναι όμως σύνηθες να χρησιμοποιούνται και άλλες μέθοδοι επικουρικά, είτε για περιπτώσεις που ένα χαρτοφυλάκιο αποτελεί μέρος μόνο μιας τοποθέτησης, ή αντίθετα αποτελεί το σύνολο αυτής, είτε απλά για να εκτιμηθεί αν η όλη προσπάθεια του διαχειριστή άξιζε το ρίσκο. Τα υποδείγματα αυτά αναπτύχθηκαν πριν από αρκετές δεκαετίες και παρά την έντονη κριτική που ασκείται σχετικά με τις δυνατότητές τους, παραμένουν μέσα στις βασικές επιλογές για την εκτίμηση του κινδύνου.

Ο παρακάτω πίνακας μας δείχνει μια σειρά από στατιστικά, βασισμένα στις παραπάνω μεθόδους, τα οποία αναφέρονται στις χώρες της ζώνης του ευρώ, που υιοθέτησαν πρώτες το ενιαίο νόμισμα την 1.1.2002. Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν αναφέρονται στην περίοδο Ιουνίου 2007 έως και το Σεπτέμβριο του 2014, πρόκειται δε για το δείκτη μεγάλης και μεσαίας κεφαλαιοποίησης κάθε χώρας εκφρασμένο σε όρους $, όπως τους δημοσιεύει η Morgan Stanley σε μηνιαία βάση.



Πίνακας 1
Country
Monthly Excess Return
Beta
Rsq
Sharpe Ratio
Traynor Ratio
Jensen's Alpha
Country Specific Alpha
WORLD
-0.2%


-3.5%
-0.2%
-0.2%

GER
-0.4%
1.4
87.1%
-5.1%
-0.3%
-0.15%
0.99%
NETHER
-0.4%
1.3
87.8%
-5.7%
-0.3%
-0.17%
0.97%
FRA
-0.6%
1.3
88.5%
-8.3%
-0.5%
-0.38%
0.76%
SPAIN
-0.7%
1.4
66.6%
-7.7%
-0.5%
-0.44%
0.70%
BEL
-0.7%
1.4
77.1%
-8.5%
-0.5%
-0.46%
0.68%
FIN
-0.9%
1.4
73.7%
-9.7%
-0.6%
-0.59%
0.55%
ITALY
-1.1%
1.4
77.2%
-12.9%
-0.8%
-0.86%
0.28%
AUST
-1.8%
1.8
82.1%
-16.4%
-1.0%
-1.42%
-0.28%
PORT
-1.5%
1.2
62.1%
-18.6%
-1.3%
-1.26%
-0.12%
IREL
-1.7%
1.3
62.8%
-19.3%
-1.3%
-1.44%
-0.30%
GR
-2.8%
1.8
59.0%
-21.7%
-1.5%
-2.42%
-1.28%
 


Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία του παραπάνω πίνακα το Ελληνικό χρηματιστήριο βρίσκεται στην τελευταία θέση από πλευράς ρίσκου, έχει δηλαδή το μεγαλύτερο δυνατό μεταξύ όλων των άλλων χρηματιστηρίων, (και σε αυτό συμφωνούν όλοι οι παραπάνω δείκτες), έχοντας παράλληλα και τη χειρότερη απόδοση. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τι μας δείχνει ο συγκεκριμένος πίνακας.

Κατ’ αρχήν το Ελληνικό χρηματιστήριο έχει την μεγαλύτερη μεταβλητότητα από όλα τα άλλα  που εξετάζουμε, σε σχέση με το παγκόσμιο χρηματιστηριακό δείκτη της Morgan Stanley, όπως αυτή εκφράζεται από τον δείκτη beta. Το μόνο χρηματιστήριο που είναι κοντά στις επιδόσεις του δικού μας είναι της Αυστρίας, και αυτό είναι κάτι ίσως χρήζει περεταίρω έρευνας στο μέλλον, είναι όμως πέρα από το σκοπό τους παρόντος άρθρου.

Πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι η μεταβλητότητα αυτή, οφείλεται μόνο κατά 59% σε παράγοντες που έχουν να κάνουν με το διεθνές περιβάλλον, ενώ κατά το υπόλοιπο οφείλεται στο λεγόμενο «ρίσκο χώρας». Σε αυτήν την περίπτωση τα νούμερα της Πορτογαλίας αλλά και της Ιρλανδίας σχετικά με τα αίτια της μεταβλητότητας, είναι περίπου αντίστοιχα αλλά λίγο καλύτερα, ενώ ο μέσος όρος είναι στο 75%. Το παρακάτω διάγραμμα μας δείχνει  αυτό ακριβώς.
 
Διάγραμμα 1
 




Επιπλέον έχουν υπολογιστεί τρεις διαφορετικοί δείκτες μέτρησης κινδύνου, οι οποίοι δρουν συμπληρωματικά μεταξύ τους, και πολύ απλά μας λένε ότι κανένα χρηματιστήριο από αυτά που εξετάστηκαν, δεν αποζημίωσε επαρκώς τους τοποθετούμενους για το ρίσκο που πήραν στην συγκεκριμένη περίοδο. Εξαίρεση ίσως στην παραπάνω παρατήρηση να αποτελεί το Γερμανικό και το Ολλανδικό, μιας και σε αυτά δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία, αλλά ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση οι αποκλίσεις είναι οριακές.

Η τελευταία στήλη του πίνακα αποτελεί ένα συγκριτικό μέτρο μεταξύ των χρηματιστηρίων που επιλέχθηκαν, και τα κατατάσσει συγκριτικά μεταξύ τους με βάση τις αποδόσεις που κατέγραψαν οι δείκτες τους, αναφορικά με τον μέσο όρο των αποδόσεων όλων των χρηματιστηρίων που εξετάστηκαν. Όπως φαίνεται το Γερμανικό χρηματιστήριο (ακολουθούμενο από το Ολλανδικό) είναι εκείνο που ξεχωρίζει, μιας και θεωρείται ως τα «ασφαλέστερο καταφύγιο» μέσα στην ευρωζώνη, σε αντίθεση με το Πορτογαλικό, το Ιρλανδικό και με αρκετή διαφορά το  Ελληνικό που και πάλι καταλαμβάνει την τελευταίο θέση με διαφορά από το αμέσως επόμενο.

Και το ερώτημα παραμένει: Οι αγορές μας το λένε σε κάθε ευκαιρία, και με κάθε διαθέσιμο τρόπο καιρό τώρα. Εμείς το ακούμε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου