Παρά το γεγονός ότι έχει δίκαιο σε πολλά που σχετίζονται με την οικονομική λογική, η πρόσφατα εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση ολισθαίνει περαιτέρω όσον αφορά τον στόχο της αποκατάστασης της οικονομικής δυναμικής, της απασχόλησης και της οικονομικής βιωσιμότητας.
Η νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ νίκησε με ένα μανιφέστο που περιέχει τρεις αλλαγές πολιτικής με τις οποίες πολλοί οικονομολόγοι συμφωνούν: τη μείωση της υπερβολικής λιτότητας, τη μείωση του χρέους και τις μη υφεσιακές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να απελευθερώσει τον ευρύτερο οικονομικό δυναμισμό και να αφαιρέσει την εξοντωτική παράμετρο του χρέους που υπονομεύει τις υφιστάμενες παραγωγικές δραστηριότητες και να αποθαρρύνει τις νέες επενδύσεις.
Αλλά οι προθέσεις πρέπει να μετουσιωθούν σε πράξεις. Οι Έλληνες αξιωματούχοι, έχοντας λίγη ή καθόλου εμπειρία, έχουν διαχειρισθεί λανθασμένα πέντε ζητήματα από τα οποία κινδυνεύουν τώρα να χάσουν κάθε αξιοπιστία.
Πρώτον, προχώρησαν σε δημόσιες αντιπαραθέσεις με τους δανειστές και ιδιαιτέρως με τη Γερμανία.
Δεύτερον, εξοργισμένοι από την Ευρωπαϊκή αδιαλλαξία, πολιτικοποίησαν την τεχνοκρατική δουλειά που θα έπρεπε να κάνουν οι ειδικοί διαπραγματευτές . Οποιαδήποτε πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας υπονομεύθηκε από πολιτικές κορώνες και θορυβώδεις εθνικιστικές κατηγορίες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν είχε καμία πιθανότητα να επικρατήσει η βελτίωση της οικονομίας.
Η νέα κυβέρνηση υπό την ηγεσία του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ νίκησε με ένα μανιφέστο που περιέχει τρεις αλλαγές πολιτικής με τις οποίες πολλοί οικονομολόγοι συμφωνούν: τη μείωση της υπερβολικής λιτότητας, τη μείωση του χρέους και τις μη υφεσιακές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να απελευθερώσει τον ευρύτερο οικονομικό δυναμισμό και να αφαιρέσει την εξοντωτική παράμετρο του χρέους που υπονομεύει τις υφιστάμενες παραγωγικές δραστηριότητες και να αποθαρρύνει τις νέες επενδύσεις.
Αλλά οι προθέσεις πρέπει να μετουσιωθούν σε πράξεις. Οι Έλληνες αξιωματούχοι, έχοντας λίγη ή καθόλου εμπειρία, έχουν διαχειρισθεί λανθασμένα πέντε ζητήματα από τα οποία κινδυνεύουν τώρα να χάσουν κάθε αξιοπιστία.
Πρώτον, προχώρησαν σε δημόσιες αντιπαραθέσεις με τους δανειστές και ιδιαιτέρως με τη Γερμανία.
Δεύτερον, εξοργισμένοι από την Ευρωπαϊκή αδιαλλαξία, πολιτικοποίησαν την τεχνοκρατική δουλειά που θα έπρεπε να κάνουν οι ειδικοί διαπραγματευτές . Οποιαδήποτε πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας υπονομεύθηκε από πολιτικές κορώνες και θορυβώδεις εθνικιστικές κατηγορίες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν είχε καμία πιθανότητα να επικρατήσει η βελτίωση της οικονομίας.
Τρίτον, η Αθήνα έχει λίγους συμμάχους εντός της ευρωζώνης. Οι άλλες περιφερειακές χώρες οφειλέτες - όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία - αποστασιοποιήθηκαν από τους Έλληνες ομολόγους τους. Εν μέρει, αυτό αντανακλά τον δισταγμό τους να δουν την Ελλάδα, να εξασφαλίζει πιο επιεικείς όρους από τους πιστωτές.Ενώ επίσης αντανακλά τους φόβους που τα μη παραδοσιακά κόμματα, όπως οι Podemos στην Ισπανία, δημιουργούν για τις κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη.
Τέταρτον, η Ελλάδα δεν διαθέτει κανένα αξιόπιστο Plan Β Δεν θέλει να φύγει από την ευρωζώνη, δεν είναι σε ικανή να εξασφαλίσει άλλες πηγές χρηματοδότησης και δεν μπορεί να επιβιώσει μεγαλύτερο χρονικό διάστημα χωρίς έκτακτη εξωτερική υποστήριξη.
Πέμπτον, αντί να επικεντρώσει τη διαπραγμάτευση στο ένα στόχο που όλα τα μέρη ισχυρίζονται ότι μοιράζονται - αποκαθιστώντας τη δυναμική της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης - οι Έλληνες πολιτικοί έχουν κολλήσει στην κινούμενη άμμο ορισμένων ιδιαίτερα αμφιλεγόμενων μακροοικονομικών μέτρων. Εκτός του ότι αυτό δημιουργεί συνεχώς άβολα πρωτοσέλιδα τα οποία αποτελούν καύσιμο για την αναζωπύρωση του εθνικισμόυ στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, πράγμα που αποτρέπει από τα διαπραγματευόμενα μέρη να καρπώνονται τα οφέλη της διαπραγμάτευσης.
Για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επικρατούν αυτές οι παραπάνω λόγοι, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος η Ελλάδα και οι εταίροι της στην ευρωζώνη να χάσουν τον έλεγχο των οικονομικών, των δημοσιονομικών αλλά και της θεσμικής μοίρας της χώρας. Ήδη, οι πρόσφατες δημόσιες διαφωνίες έχουν πυροδοτήσει αναλήψεις καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες, αφαιρώντας ακόμη περισσότερο οξυγόνο από ένα σύστημα που είναι ήδη χωρίς αέρα ενώ υπάρχει και η αυξανόμενη εξάρτηση της χώρας από μια ολοένα και πιο διστακτική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Είναι καιρός η ελληνική κυβέρνηση να επανεξετάσει λιγότερο την ουσία της διαπραγμάτευσης και περισσότερο τη διαδικασία της. Να μειώσει την πολιτική ρητορική και να αφήσει τα τεχνικά κλιμάκια να αναλάβουν δράση. Στη συνέχεια, να προχωρήσει σε μέτρα που θα ανακτήσουν την αξιοπιστία της – όπως είναι οι μεταρρυθμίσεις.
Μια τέτοια διόρθωση στην πορεία θα μείωνε την πιθανότητα ο ΣΥΡΙΖΑ να πρεσβεύει την άτακτη έξοδο της Ελλάδα από την ευρωζώνη. Αλλά είναι ήδη πολύ αργά για να μειώσει τον κίνδυνο αυτό στο μηδέν. Ως εκ τούτου, πρέπει να καταρτιστεί μια άμεση "to do" λίστα της κυβέρνησης, που θα περιλαμβάνει επίσης και το πολύ εύστοχα διατυπωμένο Plan Β - για τη ζωή έξω από την ευρωζώνη - το οποίο θα εξελιχθεί μόνο εάν πρόκειται να αποτύχει τo Plan A.
πηγή: Financial Times
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου