Η απαίτηση της Ελλάδας για επανορθώσεις από τη Γερμανία για τις ζημιές που υπέστη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, που ήρθαν και πάλι στο προσκήνιο αυτήν την εβδομάδα από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, σε μια συναισθηματικά φορτισμένη ομιλία, μπορεί να έχουν ή μπορεί να μην έχουν νομική βάση, όμως εγείρουν ένα σημαντικό ερώτημα: πότε θα σταματήσει η Ευρώπη επιτέλους να πολεμά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο;
Η αξίωση για αποζημίωση ύψους 162 δισ. ευρώ για ζημιές που υπέστη η Ελλάδα στις υποδομές της κατά τη διάρκεια του πολέμου και για το δάνειο που αναγκάστηκε να εκδώσει η Τράπεζα της Ελλάδος προς τη χιτλερική Γερμανία προϋπήρχε της κυβέρνησης Τσίπρα. Η Ελλάδα την αναβίωσε το 2012, σε μια περίοδο όπου η κυβέρνησή της είχε δήθεν αποδεχθεί το πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων που της είχε επιβληθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τότε, όπως και τώρα, η ελληνική κυβέρνηση πιανόταν από άχυρα για να αυξήσει την ισχύ της έναντι των δανειστών.
Η Γερμανία απορρίπτει κάθετα το αίτημα. Υποστηρίζει ότι, πρώτον, είχε ήδη καταβάλει επανορθώσεις ύψους 115 εκατ. γερμανικών μάρκων στην Ελλάδα το 1960 και πως η διμερής συμφωνία που υπεγράφη την περίοδο εκείνη την προστάτευε από περαιτέρω αξιώσεις. Και, δεύτερον, ότι η επονομαζόμενη Συνθήκη Δύο Συν Τέσσερα που υπεγράφη το 1990 από τις δύο πλευρές της Γερμανίας και τις τέσσερις μεγάλες αντιχιτλερικές συμμαχικές δυνάμεις -τις ΗΠΑ, τη Σοβιετική Ένωση, τη Βρετανία και τη Γαλλία- σήμανε την τελική επίλυση όλων των θεμάτων που εκκρεμούσαν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και πως οι όποιες υπόλοιπες αξιώσεις θα έπρεπε να είχαν τεθεί τότε.
Ο Α. Τσίπρας απορρίπτει την ερμηνεία αυτή. Σύμφωνα με τον ίδιο, η συνθήκη του Λονδίνου του 1953, στο πλαίσιο της οποίας πάνω από το ήμισυ του χρέους της Δυτικής Γερμανίας διεγράφη από χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, καθυστερούσε το θέμα των επανορθώσεων μέχρι την επανένωση της Γερμανίας. Όπως ανέφερε στην ομιλία του στις 10 Μαρτίου ο Έλληνας πρωθυπουργός 'η επανένωση των δύο Γερμανιών δημιούργησε τις αναγκαίες νομικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την επίλυση του ζητήματος, αλλά οι γερμανικές κυβερνήσεις από τότε και στο εξής επέλεξαν τη σιωπή, τα νομικά τεχνάσματα, την αναβολή και την παρέλκυση. Και αναρωτιέμαι, κυρίες και κύριοι βουλευτές, Είναι άραγε ηθική αυτή η στάση;'.
Η νομοθεσία για το θέμα αυτό είναι πολύ θολή. Η συμφωνία του Παρισιού του 1946 για τις επανορθώσεις από τη Γερμανία έδωσε στην Ελλάδα μερίδιο των μεταπολεμικών αποζημιώσεων, που πληρώθηκαν κυρίως μέσω της διανομής γερμανικής περιουσίας και εξοπλισμού, και κάλυπτε όλες τις απαιτήσεις «κατά της πρώην γερμανικής κυβέρνησης και των υπηρεσιών της, κυβερνητικής ή ιδιωτικής φύσηεως, που προκύπτουν από τον πόλεμο (για τις οποίες δεν υπάρχει άλλη πρόβλεψη), συμπεριλαμβανομένων του κόστους της γερμανικής κατοχής, των πιστώσεων που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της κατοχής στους λογαριασμούς εκκαθάρισης και των απαιτήσεων έναντι του Reichskreditkassen". Είναι ασαφές αν υπήρχε "άλλη πρόβλεψη" για τις ελληνικές απαιτήσεις –για παράδειγμα, η επίσημη αναβολή τους μέχρις ότου υπογράψει η Γερμανία μια τελική Συνθήκη Ειρήνευσης- ή αν η Ελλάδα συμφώνησε πως το μερίδιο της καταβλήθηκε πλήρως πριν από το 1990.
Και οι δυο εκδοχές έχουν τους ένθερμους υποστηρικτές τους στην Ευρώπη -ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία- και οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να τσακώνονται γι' αυτό μέχρι να σκάσουν. Αν η Αθήνα έφερνε ποτέ το θέμα στη Δικαιοσύνη –που δυνητικά θα μπορούσε να το κάνει- ο τσακωμός θα συνεχιζόταν στο δικαστήριο. Οι διαδικασίες θα ήταν χρονοβόρες και το αποτέλεσμα αβέβαιο –όχι ένα ασφαλές στοίχημα για την Ελλάδα, μια χώρα στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης.
Γι' αυτό ο Τσίπρας μιλά τη γλώσσα της ηθικής, και όχι της νομικής επιστήμης. Όμως αυτό δεν ικανοποιεί ούτε τους Γερμανούς ομολόγους του. "Θα πρέπει να επικεντρωθούμε στα τρέχοντα ζητήματα και, ευελπιστούμε, σε αυτό που θα είναι ένα καλό μέλλον" δήλωσε την Τετάρτη ο εκπρόσωπος της Άγκελα Μέρκελ, Στέφεν Ζίμπερτ.
Στην ομιλία του, ο Α. Τσίπρας κατέστησε σαφές ότι διαφωνεί:
'Κάποιοι μας λένε γιατί καταπιάνεστε με το παρελθόν, κοιτάξτε το μέλλον. Μα ποια χώρα, ποιος λαός μπορεί να έχει μέλλον αν δε τιμά την Ιστορία και τους αγώνες του; Ποιος λαός μπορεί να προχωρήσει μπροστά σβήνοντας τη συλλογική μνήμη και αφήνοντας ιστορικά αδικαίωτους τους αγώνες και τις θυσίες του;
Άλλωστε δεν έχει περάσει και τόσο πολύς καιρός από τότε, κυρίες και κύριοι βουλευτές. Είναι ακόμα ζώσα η γενιά της κατοχής και της εθνικής αντίστασης. Και νωπές στη συλλογική μνήμη του λαού μας οι εικόνες και οι ήχοι των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων στο Δίστομο και στην Καισαριανή, στα Καλάβρυτα και στη Βιάννο.
Ουσιαστικά, αυτή είναι μια διαφωνία ως προς το αν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ανήκει στο πρόσφατο ή στο απώτερο παρελθόν – ή αν ο πόλεμος τελείωσε ποτέ πραγματικά. Δεν περιορίζεται στο ζήτημα των ελληνικών επανορθώσεων.
Μεγάλο μέρος των επικρίσεων κατά της γερμανικής ηγεσίας της σημερινής Ευρώπης εξακολουθεί να βασίζεται στην υπόθεση ότι δεν έχει πληρώσει για τα χιτλερικά εγκλήματα. Η νίκη της Σοβιετικής Ένωσης στον «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο» είναι η βάση της νεοϊμπεριαλιστικής ιδεολογίας του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, και η ρωσική προπαγανδιστική μηχανή διαρκώς εξισώνει τον ουκρανικό στρατό με τους Ναζί. Οι Ρώσοι εθνικιστές βουλευτές έχουν επίσης εγείρει θέμα γερμανικών αποζημιώσεων, αν και η Σοβιετική Ένωση πήρε μεγάλο μέρος του γερμανικού βιομηχανικού δυναμικού μετά τον πόλεμο.
Για πολλούς σύγχρονους Γερμανούς, ο πόλεμος είναι αρχαία ιστορία. "Δεν θα πρέπει η Ελλάδα, που είναι τόσο υπερήφανη για τον Μεγάλο Αλέξανδρο, να φοβάται και αυτή την ανταπόδοση για ιστορικές αδικίες;" σχολίασε ειρωνικά στη Frankfurter Allgemeine Zeitung ο Reinhard Mueller.
Οι διαφορές αυτές δεν θα επιλυθούν όταν θα πεθάνουν και οι τελευταίοι της γενιάς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλωστε, οι άνθρωποι που τσακώνονται για το θέμα τώρα είχαν γεννηθεί ή κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος του πολέμου. Και δεν βοηθά το ότι η διεθνής κοινότητα δεν συμφώνησε ποτέ σε μια παραγραφή των εγκλημάτων πολέμου. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν έχει επικυρώσει τις συνθήκες της Ευρώπης ή του ΟΗΕ για το θέμα (ούτε και η Γερμανία).
Οι Ευρωπαίοι πρέπει να καταλάβουν ότι είναι άσκοπο να ξανασυζητούν παλιά κακά όταν αυτά δεν είναι η ρίζα των τωρινών προβλημάτων τους. Οι πόλεμοι τελειώνουν, και οι νικητές και οι χαμένοι στο τέλος τραβούν ο καθένας τον δρόμο του. Ο γερμανικός μεταπολεμικός δρόμος έχει οδηγήσει σε οικονομική επιτυχία, ενώ ο ελληνικός όχι.
"Μια απρόθυμη πολιτική ελίτ χωρίς αποτελεσματικό μεταρρυθμιστικό όραμα και μια εύθραυστη νομιμοποίηση βρίσκεται σε μάχη οπισθοφυλακής σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τονώσει ένα αποθαρρυμένο έθνος, ακόμα και αν αυτό μπορεί να μην σημαίνει ότι θα μπουν χρήματα στον κρατικό κορβανά", έγραψε ο Bασίλειος Παϊπάης, καθηγητής του Πανεπιστημίου St. Andrews της Σκοτίας, αναφορικά με το ελληνικό αίτημα για επανορθώσεις το 2013. Η πολιτική ελίτ ήταν διαφορετική τότε, όμως ο Παϊπάης εξακολουθεί να έχει δίκιο: ο Τσίπρας και η ομάδα του πρέπει να αντιμετωπίσουν τη σημερινή πραγματικότητα και να σταματήσουν να σπαταλούν χρόνο σε ένα 70ετές παράπονο.
πηγή: bloomberg view
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου