Ο Γερμανός φιλελεύθερος οικονομολόγος Hans-Hermann Hoppe έχει αναλύσει εκτενώς τις δυναμικές μέσα από τις οποίες οι σύγχρονες αστικές δημοκρατίες οδηγούν αργά αλλά σταθερά τις χώρες προς το γκρεμό. Το βασικό πρόβλημα έγκειται στο ότι οι δημοκρατικά εκλεγμένα κυβερνήσεις δεν έχουν κανένα κίνητρο να μεγιστοποιήσουν την μακροχρόνια «αξία» μιας χώρας, και κινούνται αντίθετα στην λογική του να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη τους στο διάστημα της σύντομης θητείας τους, εις βάρος του μέλλοντος. Το μέλλον, εξάλλου, θα αποτελέσει πρόβλημα μιας άλλης κυβέρνησης, η οποία και θα κληθεί να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά όταν οι τωρινοί πολιτικοί δεν θα υπάρχουν πια. Όλες οι πιέσεις που ασκούνται από συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων εις βάρος του γενικότερου καλού θα τείνουν να εισακουσθούν από την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, καθότι ο πρωταρχικός στόχος της είναι να αγοράσει ψήφους για να επανεκλεγεί.
Η κοινωνία θα τείνει να οργανωθεί σε ένα συρφετό ομάδων ειδικών συμφερόντων (πχ συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, συμβολαιογράφοι, φαρμακοποιοί, ιδιοκτήτες ταξί – εντελώς τυχαία παραδείγματα), κάθε μία από τις οποίες θα κάνει τα πάντα για να περάσει το δικό της στην νομοθεσία και να αποκτήσει προνόμια και ωφέλη σε βάρος των υπόλοιπων. Ένα σωρό τεχνάσματα θα επιστρατευτούν προκειμένου να αγοραστούν όσες περισσότερες ψήφοι μέσα στην τετραετία, και όλες οι συνέπειες των καταστροφικών πολιτικών του παρόντος να μετατοπισθούν στο απώτερο μέλλον. Το λεγόμενο public choice theory είναι ολόκληρος κλάδος των οικονομικών που μελετάει ακριβώς αυτό το ζήτημα. Το δεκαετές ομόλογο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μετατόπισης των παρόντων προβλημάτων στο μέλλον, με ορίζοντα αποπληρωμής δύο τετραετίες και κάτι, όταν θα είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρχει πια η ίδια κυβέρνηση στην εξουσία. Η παρακμή δεν περιορίζεται στον οικονομικό τομέα, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα πεδία, από την μεταναστευτική πολιτική μέχρι τις ηθικές αξίες της κοινωνίας και τις τέχνες.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, στην δεκαετία του 90 που γινόταν μεγάλος λόγος για την πτώση του ρυθμού γεννήσεων των Ελληνίδων και το μεγάλο πρόβλημα που θα δημιουργούσε αυτό στο ασφαλιστικό. Φαίνεται σήμερα απίθανο, αλλά μόλις το 1974 η μέση Ελληνίδα γεννούσε σχεδόν 2.4 παιδιά, όταν σήμερα γεννάει λίγο παραπάνω από 1, και το ποσοστό αυτό δεν έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία 20 χρόνια. Η λύση των κυβερνήσεων τότε ήταν να ανοίξουν τα σύνορα στην μαζική μετανάστευση από την Αλβανία, αδιαφορώντας πλήρως για τα βαθύτερα αίτια της υπογεννητικότητας και τις μακροχρόνιες συνέπειές τής, χωρίς να μιλήσουμε για ζητήματα εθνικής συνοχής, εδαφικής ακεραιότητας κτλ. Οι Αλβανοί μετανάστες τόνωσαν άμεσα τα ασφαλιστικά ταμεία και μπάλωσαν προσωρινά το πρόβλημα, ενώ μια πραγματικά εθνική και μακροχρόνια προσπάθεια θα απαιτούσε δεκαετίες και δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να δώσει άμεσα αποτελέσματα. Καμία δημοκρατική κυβέρνηση όμως δεν μπορεί ορθολογικά να μην επιλέξει την άμεση ασπιρίνη σε βάρος της δύσκολης αλλά ουσιαστικής μακρόχρονης θεραπείας.
Την ίδια τύχη είχε και η προσπαθεια της κυβέρνησης Σημίτη το 2000, αμέσως μετά από μία εκλογική νίκη (διόλου τυχαίο) να αναμορφώσει το ασφαλιστικό σύστημα και να του δώσει μια μορφή στοιχειωδώς βιώσιμη. Εκατομμύρια κόσμου πλημμύρισε την Αθήνα σε πρωτοφανείς διαδηλώσεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να μην περάσει κανένας νόμος και να παραμείνουν τα πράγματα ως είχαν. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο δημοκρατικά κυρίαρχος λαός μας απαίτησε και κατάφερε να φάει τα χρήματα όχι εις βάρος κάποιας άλλης κοινωνικής ομάδας αλλά εις βάρος των παιδιών του. Χαμογελώ πάντα όταν ακούω από τα κανάλια λαικιστές πολιτικούς και δημοσιογράφους να κατηγορούν το PSI που ΄κούρεψε τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων’. Βεβαίως το PSI δεν κούρεψε απολύτως τίποτα – τα λεφτά αυτά είχαν ήδη φαγωθεί από προηγούμενες γενιές ψηφοφόρων και στην θέση τους είχαν τοποθετηθεί άχρηστα ομόλογα, τα οποία θα μπορούσαν να αποπληρωθούν μόνο με φορολόγηση των μελλοντικών γενεών ψηφοφόρων. Αλλά το ελληνικό κράτος φορολογεί τους πολίτες του έτσι κι αλλιώς προκειμένου να κλείσει κάθε χρόνο την τρύπα στις συντάξεις, οπότε είτε υπάρχει ομόλογο στα ταμεία είτε όχι δεν κάνει καμία απολύτως διαφορά –πρόκειται απλά για άλλο ένα τέχνασμα των κυβερνήσεων για να καλύψουν τα ίχνη τους και να ξεγελάσουν τους πελάτες/ψηφοφόρους.
Στην ελληνική περίπτωση τα εγγενή προβλήματα της δημοκρατίας πολλαπλασιάζονται από το ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαχωρισμός εξουσιών. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ένα διακοσμητικό πρόσωπο χωρίς καμία ουσιαστική δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο ή βέτο σε οτιδήποτε. Η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία γίνονται ένα στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, ο οποίος δεν διαφέρει σε πολλά από έναν εκλεγμένο δικτάτορα. Μέσω των υπουργών του ο πρωθυπουργός μπορεί να βάλει όποιον φόρο θέλει, όποιον φορολογικό συντελεστή θέλει, να παρεμποδίσει την ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα χωρίς όριο και σε όποιο βαθμό επιθυμεί, και φυσικά να αντιστρέψει ότι κάνανε οι προκάτοχοί του, μέσω ‘φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων’ στην δημόσια διοίκηση, το δημόσιο σύστημα υγείας, παιδείας κτλ. ΄Το αποτέλεσμα είναι ένα ατελείωτο γαιτανάκι μεταρρυθμίσεων και νόμων που συνήθως αποτυχαίνουν και πρέπει να αντικατασταθούν από νέους.
Το μόνο πραγματικό έργο που προσέφεραν τελικώς οι Έλληνες πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης στον λαό είναι ότι του άδειασαν κάποια στιγμή την γωνιά. Αλλά και αυτή ακριβώς η στιγμή δεν ήταν τυχαία, αλλά υπάκουσε στην αμείλικτη λογική του δημοκρατικού συστήματος, όντας η στιγμή κατά την οποία τα προσωπικά/κομματικά ωφέλη είχαν μεγιστοποιηθεί και περαιτέρω παραμονή στην καρέκλα δεν θα χρησίμευε σε τίποτα άλλο από το να τα ροκανίσει. Ο κ. Σημίτης για παράδειγμα παρέδωσε την καρέκλα όταν ήταν προφανές ότι οι πελάτες/ψηφοφόροι τον είχανε βαρεθεί και θέλανε την ‘αλλαγή’. Ο διάδοχος του, κ. Καραμανλής, ήρθε στην εξουσία το 2004 μιλώντας για επανίδρυση του κράτους, για το ιρλανδικό μοντέλο, για ξένες επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα. Το μόνο του ουσιαστικό έργο μέτά από δύο θητείες ήταν οι δημόσιες προσλήψεις και η διόγκωση του δημοσίου χρέους. Παρέδωσε την καρέκλα μόλις στο παρα-πέντε της θυέλλης.
Άφησα για το τέλος τον Έλληνα ψηφοφόρο, ο οποίος κάθε άλλο παρά άμοιρος ευθυνών είναι. Είναι ένα κοινό μυστικό (που παρόλα αυτά δεν θα ακουσθεί ποτέ από χείλη πολιτικών του κατεστημένου, οι οποίοι μόνο γλύφουν τους ψηφοφόρους) ότι ο Έλληνας ψηφοφόρος κατά κανόνα δεν ψηφίζει με βάση ούτε προγράμματα, ούτε οικονομικές θεωρίες, ούτε ιδεολογίες, ούτε καν υποκειμενικά ηθικά κριτήρια. Εξάλλου για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να διαθέτει βασικές γενικές και επιμέρους ειδικές γνώσεις, μαζί με προσωπικό ενδιαφέρον και κίνητρο. Το αποτέλεσμα της ‘βούλησης του Ελληνικού λαού’, φανερώνεται κάθε φορά σε ένα κοινοβούλιο γεμάτο με τραγουδιστές, ηθοποιούς, ποδοσφαιριστές και επαγγελματίες πολιτικούς, ρουσφετολόγους και γυρολόγους των κομματων. Κανείς δεν διαβάζει τα προγράμματα των κομμάτων, αλλά και να τα διάβαζε δεν θα είχε την παραμικρή σημασία, γιατί κανένα εκλεγμένο κόμμα δεν τηρεί το πρόγραμμά του, ούτε έχει την παραμικρή νομική υποχρέωση να το πράξει. Προφανώς δεν διεκδικώ κάποιο βραβείο καινοτομίας με αυτές τις παρατηρήσεις, είναι όμως απορίας άξιο πως μπορεί κανείς να περιμένει ένα καλύτερο αύριο μέσα από ένα σύστημα με τέτοιες πρώτες ύλες. Την ίδια στιγμή οι εκλεγμένοι πολιτικοί επαναλαμβάνουν μονότονα, τα τελευταία σαράντα χρόνια, ότι ‘στην Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα’. Ποτέ δεν κατάλαβα τι εννοούν με αυτό το κουραστικό σύνθημα που τείνει πια να λάβει τη μορφή θεολογικού αξιώματος. Αν εννοούν πως ότι και να συμβεί η ζωή συνεχίζεται, πως ο ήλιος θα συνεχίσει να βγαίνει από την Ανατολή και να πέφτει στην Δύση και πως πάντα μία μελλοντική κατάσταση θα διαδέχεται την προγενέστερή τής, τότε ναι, προφανώς και δεν υπάρχουν στην Δημοκρατία αδιέξοδα, ακριβώς όπως δεν υπάρχει σε κανένα πολίτευμα αδιέξοδο. Αν από την άλλη ως αδιέξοδο εννούν κάτι σαν κι αυτό που βιώνει η Ελλάδα από τον Μάιο του 2010, και σε πολύ πιο οξεία μορφή τους τελευταίους μήνες, τότε όχι μόνο υπάρχουν αδιέξοδα στην Δημοκρατία, αλλά τα ζούμε αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Η κοινωνία θα τείνει να οργανωθεί σε ένα συρφετό ομάδων ειδικών συμφερόντων (πχ συνταξιούχοι, δημόσιοι υπάλληλοι, συμβολαιογράφοι, φαρμακοποιοί, ιδιοκτήτες ταξί – εντελώς τυχαία παραδείγματα), κάθε μία από τις οποίες θα κάνει τα πάντα για να περάσει το δικό της στην νομοθεσία και να αποκτήσει προνόμια και ωφέλη σε βάρος των υπόλοιπων. Ένα σωρό τεχνάσματα θα επιστρατευτούν προκειμένου να αγοραστούν όσες περισσότερες ψήφοι μέσα στην τετραετία, και όλες οι συνέπειες των καταστροφικών πολιτικών του παρόντος να μετατοπισθούν στο απώτερο μέλλον. Το λεγόμενο public choice theory είναι ολόκληρος κλάδος των οικονομικών που μελετάει ακριβώς αυτό το ζήτημα. Το δεκαετές ομόλογο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μετατόπισης των παρόντων προβλημάτων στο μέλλον, με ορίζοντα αποπληρωμής δύο τετραετίες και κάτι, όταν θα είναι εξαιρετικά απίθανο να υπάρχει πια η ίδια κυβέρνηση στην εξουσία. Η παρακμή δεν περιορίζεται στον οικονομικό τομέα, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα πεδία, από την μεταναστευτική πολιτική μέχρι τις ηθικές αξίες της κοινωνίας και τις τέχνες.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, στην δεκαετία του 90 που γινόταν μεγάλος λόγος για την πτώση του ρυθμού γεννήσεων των Ελληνίδων και το μεγάλο πρόβλημα που θα δημιουργούσε αυτό στο ασφαλιστικό. Φαίνεται σήμερα απίθανο, αλλά μόλις το 1974 η μέση Ελληνίδα γεννούσε σχεδόν 2.4 παιδιά, όταν σήμερα γεννάει λίγο παραπάνω από 1, και το ποσοστό αυτό δεν έχει αλλάξει σημαντικά τα τελευταία 20 χρόνια. Η λύση των κυβερνήσεων τότε ήταν να ανοίξουν τα σύνορα στην μαζική μετανάστευση από την Αλβανία, αδιαφορώντας πλήρως για τα βαθύτερα αίτια της υπογεννητικότητας και τις μακροχρόνιες συνέπειές τής, χωρίς να μιλήσουμε για ζητήματα εθνικής συνοχής, εδαφικής ακεραιότητας κτλ. Οι Αλβανοί μετανάστες τόνωσαν άμεσα τα ασφαλιστικά ταμεία και μπάλωσαν προσωρινά το πρόβλημα, ενώ μια πραγματικά εθνική και μακροχρόνια προσπάθεια θα απαιτούσε δεκαετίες και δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να δώσει άμεσα αποτελέσματα. Καμία δημοκρατική κυβέρνηση όμως δεν μπορεί ορθολογικά να μην επιλέξει την άμεση ασπιρίνη σε βάρος της δύσκολης αλλά ουσιαστικής μακρόχρονης θεραπείας.
Την ίδια τύχη είχε και η προσπαθεια της κυβέρνησης Σημίτη το 2000, αμέσως μετά από μία εκλογική νίκη (διόλου τυχαίο) να αναμορφώσει το ασφαλιστικό σύστημα και να του δώσει μια μορφή στοιχειωδώς βιώσιμη. Εκατομμύρια κόσμου πλημμύρισε την Αθήνα σε πρωτοφανείς διαδηλώσεις οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να μην περάσει κανένας νόμος και να παραμείνουν τα πράγματα ως είχαν. Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο δημοκρατικά κυρίαρχος λαός μας απαίτησε και κατάφερε να φάει τα χρήματα όχι εις βάρος κάποιας άλλης κοινωνικής ομάδας αλλά εις βάρος των παιδιών του. Χαμογελώ πάντα όταν ακούω από τα κανάλια λαικιστές πολιτικούς και δημοσιογράφους να κατηγορούν το PSI που ΄κούρεψε τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων’. Βεβαίως το PSI δεν κούρεψε απολύτως τίποτα – τα λεφτά αυτά είχαν ήδη φαγωθεί από προηγούμενες γενιές ψηφοφόρων και στην θέση τους είχαν τοποθετηθεί άχρηστα ομόλογα, τα οποία θα μπορούσαν να αποπληρωθούν μόνο με φορολόγηση των μελλοντικών γενεών ψηφοφόρων. Αλλά το ελληνικό κράτος φορολογεί τους πολίτες του έτσι κι αλλιώς προκειμένου να κλείσει κάθε χρόνο την τρύπα στις συντάξεις, οπότε είτε υπάρχει ομόλογο στα ταμεία είτε όχι δεν κάνει καμία απολύτως διαφορά –πρόκειται απλά για άλλο ένα τέχνασμα των κυβερνήσεων για να καλύψουν τα ίχνη τους και να ξεγελάσουν τους πελάτες/ψηφοφόρους.
Στην ελληνική περίπτωση τα εγγενή προβλήματα της δημοκρατίας πολλαπλασιάζονται από το ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα διαχωρισμός εξουσιών. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ένα διακοσμητικό πρόσωπο χωρίς καμία ουσιαστική δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο ή βέτο σε οτιδήποτε. Η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία γίνονται ένα στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, ο οποίος δεν διαφέρει σε πολλά από έναν εκλεγμένο δικτάτορα. Μέσω των υπουργών του ο πρωθυπουργός μπορεί να βάλει όποιον φόρο θέλει, όποιον φορολογικό συντελεστή θέλει, να παρεμποδίσει την ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα χωρίς όριο και σε όποιο βαθμό επιθυμεί, και φυσικά να αντιστρέψει ότι κάνανε οι προκάτοχοί του, μέσω ‘φιλόδοξων μεταρρυθμίσεων’ στην δημόσια διοίκηση, το δημόσιο σύστημα υγείας, παιδείας κτλ. ΄Το αποτέλεσμα είναι ένα ατελείωτο γαιτανάκι μεταρρυθμίσεων και νόμων που συνήθως αποτυχαίνουν και πρέπει να αντικατασταθούν από νέους.
Το μόνο πραγματικό έργο που προσέφεραν τελικώς οι Έλληνες πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης στον λαό είναι ότι του άδειασαν κάποια στιγμή την γωνιά. Αλλά και αυτή ακριβώς η στιγμή δεν ήταν τυχαία, αλλά υπάκουσε στην αμείλικτη λογική του δημοκρατικού συστήματος, όντας η στιγμή κατά την οποία τα προσωπικά/κομματικά ωφέλη είχαν μεγιστοποιηθεί και περαιτέρω παραμονή στην καρέκλα δεν θα χρησίμευε σε τίποτα άλλο από το να τα ροκανίσει. Ο κ. Σημίτης για παράδειγμα παρέδωσε την καρέκλα όταν ήταν προφανές ότι οι πελάτες/ψηφοφόροι τον είχανε βαρεθεί και θέλανε την ‘αλλαγή’. Ο διάδοχος του, κ. Καραμανλής, ήρθε στην εξουσία το 2004 μιλώντας για επανίδρυση του κράτους, για το ιρλανδικό μοντέλο, για ξένες επενδύσεις και ανταγωνιστικότητα. Το μόνο του ουσιαστικό έργο μέτά από δύο θητείες ήταν οι δημόσιες προσλήψεις και η διόγκωση του δημοσίου χρέους. Παρέδωσε την καρέκλα μόλις στο παρα-πέντε της θυέλλης.
Άφησα για το τέλος τον Έλληνα ψηφοφόρο, ο οποίος κάθε άλλο παρά άμοιρος ευθυνών είναι. Είναι ένα κοινό μυστικό (που παρόλα αυτά δεν θα ακουσθεί ποτέ από χείλη πολιτικών του κατεστημένου, οι οποίοι μόνο γλύφουν τους ψηφοφόρους) ότι ο Έλληνας ψηφοφόρος κατά κανόνα δεν ψηφίζει με βάση ούτε προγράμματα, ούτε οικονομικές θεωρίες, ούτε ιδεολογίες, ούτε καν υποκειμενικά ηθικά κριτήρια. Εξάλλου για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να διαθέτει βασικές γενικές και επιμέρους ειδικές γνώσεις, μαζί με προσωπικό ενδιαφέρον και κίνητρο. Το αποτέλεσμα της ‘βούλησης του Ελληνικού λαού’, φανερώνεται κάθε φορά σε ένα κοινοβούλιο γεμάτο με τραγουδιστές, ηθοποιούς, ποδοσφαιριστές και επαγγελματίες πολιτικούς, ρουσφετολόγους και γυρολόγους των κομματων. Κανείς δεν διαβάζει τα προγράμματα των κομμάτων, αλλά και να τα διάβαζε δεν θα είχε την παραμικρή σημασία, γιατί κανένα εκλεγμένο κόμμα δεν τηρεί το πρόγραμμά του, ούτε έχει την παραμικρή νομική υποχρέωση να το πράξει. Προφανώς δεν διεκδικώ κάποιο βραβείο καινοτομίας με αυτές τις παρατηρήσεις, είναι όμως απορίας άξιο πως μπορεί κανείς να περιμένει ένα καλύτερο αύριο μέσα από ένα σύστημα με τέτοιες πρώτες ύλες. Την ίδια στιγμή οι εκλεγμένοι πολιτικοί επαναλαμβάνουν μονότονα, τα τελευταία σαράντα χρόνια, ότι ‘στην Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα’. Ποτέ δεν κατάλαβα τι εννοούν με αυτό το κουραστικό σύνθημα που τείνει πια να λάβει τη μορφή θεολογικού αξιώματος. Αν εννοούν πως ότι και να συμβεί η ζωή συνεχίζεται, πως ο ήλιος θα συνεχίσει να βγαίνει από την Ανατολή και να πέφτει στην Δύση και πως πάντα μία μελλοντική κατάσταση θα διαδέχεται την προγενέστερή τής, τότε ναι, προφανώς και δεν υπάρχουν στην Δημοκρατία αδιέξοδα, ακριβώς όπως δεν υπάρχει σε κανένα πολίτευμα αδιέξοδο. Αν από την άλλη ως αδιέξοδο εννούν κάτι σαν κι αυτό που βιώνει η Ελλάδα από τον Μάιο του 2010, και σε πολύ πιο οξεία μορφή τους τελευταίους μήνες, τότε όχι μόνο υπάρχουν αδιέξοδα στην Δημοκρατία, αλλά τα ζούμε αυτήν ακριβώς τη στιγμή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου