Κάποιος μπορεί μόνο να λυπάται την Ελλάδα. Για περισσότερα από πέντε χρόνια, η "τρόικα" (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) έχει κάνει την Ελλάδα το αντικείμενο ενός αποτυχημένου πειράματος που στηρίζεται στη λιτότητα και έχει επιδεινώσει την οικονομική κρίση της χώρας. Και τώρα η κυβέρνηση του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα φαίνεται αποφασισμένη να την οδηγήσει στην κόλαση και να βυθίσει την Ελλάδα στην άβυσσο.
Δεν χρειαζόταν να γίνει έτσι. Μέχρι τη στιγμή που το αριστερό κόμμα του Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ να έρθει στην εξουσία τον Ιανουάριο, ένας νέος συμβιβασμός, περισσότερο προσανατολισμένος στην ανάπτυξη έπρεπε να είχε γίνει. Ακόμη και οι σκληροί Γερμανοί που υποστηρίζουν τη λιτότητα - και σίγουρα η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ - έχουν αρχίσει να επανεξετάζουν τη θέση τους, λόγω των αναμφισβήτητα αρνητικών συνεπειών των πολιτικών τους συνταγών για το ευρώ και τη σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κυβέρνηση του Τσίπρα, με κάποιες δικαιολογίες, θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως ο καλύτερος συνεργάτης της Ευρώπης για την εφαρμογή ενός μεγαλεπήβολου προγράμματος μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Τα μέτρα για την αποζημίωση των φτωχότερων συνάντησαν την συμπαράσταση στις πρωτεύουσες της Ε.Ε, και τα ευνοϊκά συναισθήματα θα είχαν ενισχυθεί εάν η Ελλάδα είχε αρχίσει να κόβει τον φουσκωμένο αμυντικό προϋπολογισμό της (από μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσες να αναμένεις να το κάνει).
Αλλά ο Τσίπρας σπατάλησε την ευκαιρία της Ελλάδας, γιατί ο ίδιος και οι άλλοι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να δουν πέρα από τον ορίζοντα κομματικής τους προέλευσης όταν που στηριζόταν στη ριζοσπαστική δράση που είχαν ως αντιπολίτευση. Δεν καταλαβαίνουν - και δεν θέλουν να καταλάβουν - τη διαφορά μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας και της διακυβέρνησης. Η ρεαλιστική πολιτική είναι, κατά την άποψή τους, ένα ξεπούλημα.
Φυσικά, η αποδοχή της «αναγκαιότητας» είναι αυτή ακριβώς που σηματοδοτεί τη διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Ένα κόμμα της αντιπολίτευσης μπορεί να εκφράζει τις φιλοδοξίες του, να δίνει υποσχέσεις, ακόμη και να ονειρεύεται λίγο, αλλά ένα κυβερνητικό κόμμα δεν μπορεί να παραμείνει σε κάποιο φανταστικό κόσμο ή θεωρητικό σύστημα. Και όσο πιο ονειροπόλες είναι οι υποσχέσεις ενός κόμματος της αντιπολίτευσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η πρόκληση να γεφυρώσει το χάσμα με την πραγματικότητα, αν το κόμμα αυτό -όπως ο ΣΥΡΙΖΑ- κερδίσει στις εκλογές και έλθει στην εξουσία.
Πράγματι, ο Τσίπρας φαίνεται να έχει ξεχάσει την έμφαση που δίνει η μαρξιστική παράδοση σχετικά με την διαλεκτική ενότητα της θεωρίας και της πρακτικής. Αν θέλεις να διαπραγματευτείς μια αλλαγή πλεύσης με τους πιστωτές σου, είναι απίθανο να το πετύχεις, αν καταστρέψεις τη δική σου αξιοπιστία και αλαζονικά τα βάλεις με εκείνους των οποίων τα χρήματα τους χρειάζεσαι για να αποφύγεις τη χρεοκοπία. Αυτό, τουλάχιστον, είναι το μάθημα που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μάθει από τη θεωρία και την πρακτική (επίσης γνωστή ως η ζωή).
H ανικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να ξεφύγει από τη ριζοσπαστική φούσκα του δεν εξηγεί γιατί σχημάτισε κυβέρνηση με το ακροδεξιό κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, όταν θα μπορούσε να είχε κυβερνήσει με κάποιο από τα κεντρώα φιλοευρωπαϊκά κόμματα. Ελπίζω να μη μοιράζονται προτεραιότητες πολιτικής, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά μια αλλαγή στις στρατηγικές συμμαχίες, γεγονός που θα ήταν εξίσου κακό για την Ελλάδα και για την Ευρώπη. Όμως, δύο κινήσεις του Τσίπρα, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, μου δημιουργούν αυξημένο σκεπτικισμό: το φλερτ του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, και η προσπάθειά του να απομονώσει τη Γερμανία εντός της ευρωζώνης, πράγμα το οποίο ποτέ δεν θα μπορούσε να δουλέψει.
Στην ευρωζώνη η πλειοψηφούσα γνώμη λέει πως πρέπει να γίνει το παν για να παραμείνει στη νομισματική ένωση η Ελλάδα. Όμως η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταλάβει πως τα άλλα μέλη της ευρωζώνης δεν θα είναι πρόθυμα να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της αν αυτό σημαίνει απονομιμοποίηση των δικών τους επώδυνων μεταρρυθμίσεων. Και το σημαντικότερο, καθώς πλησιάζει επικίνδυνα μια χρεοκοπία (που θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και τον Ιούλιο), οι ελληνικές αρχές πρέπει να πείσουν τους εταίρους τους με δράσεις και όχι με υποσχέσεις.
Μια άτακτη έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ -που είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτήν τη στιγμή- μπορεί να αποτραπεί, μόνο όμως αν και οι δύο πλευρές ενεργήσουν με την υπόθεση πως οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν να κάνουν με το ποιος κερδίζει και ποιος χάνει. Δεν θα είναι εύκολο, Όλες οι πλευρές αντιμετωπίζουν σοβαρές εγχώριες πιέσεις και με τον όποιο συμβιβασμό όλοι θα πρέπει να δώσουν εξηγήσεις στο εσωτερικό της χώρας τους. Ακόμα όμως και αν δεν υπήρχε τρόικα και νομισματική ένωση, η Ελλάδα και πάλι θα χρειαζόταν άμεσα μεγάλες μεταρρυθμίσεις για να ξανασταθεί στα πόδια της. Επίσης, χρειάζεται χρόνο και χρήμα, τα οποία θα δώσει η Ε.Ε. αν και όταν οι ελληνικές αρχές αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα.
Αλλά και οι άλλοι όμως πρέπει να εγκαταλείψουν τις ψευδαισθήσεις τους, καθώς η ελληνική κρίση δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να αποδυναμωθούν οι συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης και να αλλάξει η ισορροπία δυνάμεων στην Ε.Ε., ούτε όμως και για να απομακρυνθεί η ελληνική Αριστερά από την εξουσία.
Δεν χρειαζόταν να γίνει έτσι. Μέχρι τη στιγμή που το αριστερό κόμμα του Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ να έρθει στην εξουσία τον Ιανουάριο, ένας νέος συμβιβασμός, περισσότερο προσανατολισμένος στην ανάπτυξη έπρεπε να είχε γίνει. Ακόμη και οι σκληροί Γερμανοί που υποστηρίζουν τη λιτότητα - και σίγουρα η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ - έχουν αρχίσει να επανεξετάζουν τη θέση τους, λόγω των αναμφισβήτητα αρνητικών συνεπειών των πολιτικών τους συνταγών για το ευρώ και τη σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κυβέρνηση του Τσίπρα, με κάποιες δικαιολογίες, θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως ο καλύτερος συνεργάτης της Ευρώπης για την εφαρμογή ενός μεγαλεπήβολου προγράμματος μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού της Ελλάδας. Τα μέτρα για την αποζημίωση των φτωχότερων συνάντησαν την συμπαράσταση στις πρωτεύουσες της Ε.Ε, και τα ευνοϊκά συναισθήματα θα είχαν ενισχυθεί εάν η Ελλάδα είχε αρχίσει να κόβει τον φουσκωμένο αμυντικό προϋπολογισμό της (από μια αριστερή κυβέρνηση θα μπορούσες να αναμένεις να το κάνει).
Αλλά ο Τσίπρας σπατάλησε την ευκαιρία της Ελλάδας, γιατί ο ίδιος και οι άλλοι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν σε θέση να δουν πέρα από τον ορίζοντα κομματικής τους προέλευσης όταν που στηριζόταν στη ριζοσπαστική δράση που είχαν ως αντιπολίτευση. Δεν καταλαβαίνουν - και δεν θέλουν να καταλάβουν - τη διαφορά μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας και της διακυβέρνησης. Η ρεαλιστική πολιτική είναι, κατά την άποψή τους, ένα ξεπούλημα.
Φυσικά, η αποδοχή της «αναγκαιότητας» είναι αυτή ακριβώς που σηματοδοτεί τη διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Ένα κόμμα της αντιπολίτευσης μπορεί να εκφράζει τις φιλοδοξίες του, να δίνει υποσχέσεις, ακόμη και να ονειρεύεται λίγο, αλλά ένα κυβερνητικό κόμμα δεν μπορεί να παραμείνει σε κάποιο φανταστικό κόσμο ή θεωρητικό σύστημα. Και όσο πιο ονειροπόλες είναι οι υποσχέσεις ενός κόμματος της αντιπολίτευσης, τόσο μεγαλύτερη είναι η πρόκληση να γεφυρώσει το χάσμα με την πραγματικότητα, αν το κόμμα αυτό -όπως ο ΣΥΡΙΖΑ- κερδίσει στις εκλογές και έλθει στην εξουσία.
Πράγματι, ο Τσίπρας φαίνεται να έχει ξεχάσει την έμφαση που δίνει η μαρξιστική παράδοση σχετικά με την διαλεκτική ενότητα της θεωρίας και της πρακτικής. Αν θέλεις να διαπραγματευτείς μια αλλαγή πλεύσης με τους πιστωτές σου, είναι απίθανο να το πετύχεις, αν καταστρέψεις τη δική σου αξιοπιστία και αλαζονικά τα βάλεις με εκείνους των οποίων τα χρήματα τους χρειάζεσαι για να αποφύγεις τη χρεοκοπία. Αυτό, τουλάχιστον, είναι το μάθημα που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μάθει από τη θεωρία και την πρακτική (επίσης γνωστή ως η ζωή).
H ανικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να ξεφύγει από τη ριζοσπαστική φούσκα του δεν εξηγεί γιατί σχημάτισε κυβέρνηση με το ακροδεξιό κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, όταν θα μπορούσε να είχε κυβερνήσει με κάποιο από τα κεντρώα φιλοευρωπαϊκά κόμματα. Ελπίζω να μη μοιράζονται προτεραιότητες πολιτικής, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά μια αλλαγή στις στρατηγικές συμμαχίες, γεγονός που θα ήταν εξίσου κακό για την Ελλάδα και για την Ευρώπη. Όμως, δύο κινήσεις του Τσίπρα, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, μου δημιουργούν αυξημένο σκεπτικισμό: το φλερτ του με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, και η προσπάθειά του να απομονώσει τη Γερμανία εντός της ευρωζώνης, πράγμα το οποίο ποτέ δεν θα μπορούσε να δουλέψει.
Στην ευρωζώνη η πλειοψηφούσα γνώμη λέει πως πρέπει να γίνει το παν για να παραμείνει στη νομισματική ένωση η Ελλάδα. Όμως η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να καταλάβει πως τα άλλα μέλη της ευρωζώνης δεν θα είναι πρόθυμα να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της αν αυτό σημαίνει απονομιμοποίηση των δικών τους επώδυνων μεταρρυθμίσεων. Και το σημαντικότερο, καθώς πλησιάζει επικίνδυνα μια χρεοκοπία (που θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και τον Ιούλιο), οι ελληνικές αρχές πρέπει να πείσουν τους εταίρους τους με δράσεις και όχι με υποσχέσεις.
Η τρέχουσα κρίση και οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση της αφορούν ένα και μόνο πράγμα: το μέλλον στην Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη και το μέλλον του κοινού ευρωπαϊκού σχεδίου. Το να βοηθήσουμε την Ελλάδα να σταθεί και πάλι στα πόδια της και να παραμείνει στην ευρωζώνη είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Αλλά οποιαδήποτε συμφωνία σχετικά με το πώς αυτό θα επιτευχθεί τώρα, απαιτεί από την Ελλάδα να αποδείξει ότι συμμερίζεται τον ίδιο στόχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου