Όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επισκέφθηκε τη Μόσχα την περασμένη εβδομάδα, υπήρχαν κάποιες ελπίδες στην Αθήνα ότι ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν θα κάνει έστω και μια παραχώρηση στον Τσίπρα για να την επικαλείται πίσω στην Ελλάδα.
Στο τέλος, ο Τσίπρας επέστρεψε με άδεια χέρια, με εξαίρεση κάποιες αόριστες υποσχέσεις για τη συμμετοχή σε ένα νέο ρωσο-τουρκικό αγωγό φυσικού αερίου και τη συμμετοχή της Ρωσίας στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ελληνικών εταιρειών.
Το Κρεμλίνο δεν προχώρησε ούτε καν σε άρση του εμπάργκο τροφίμων που έχει επιβάλλει σε αντίδραση των κυρώσεων της ΕΕ προς τη Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας πριν από ένα χρόνο. Αλλά και πάλι, ο Τσίπρας βρισκόταν σε απελπιστική ανάγκη για κάποιες χειρονομίες από τη πλευρά της Ρωσίας.
Η επίσκεψή του στη Μόσχα έδειξε δύο πράγματα.
Το πρώτο ήταν ότι δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι ο Πούτιν θα τον βοηθήσει, παρά τους παραδοσιακά στενούς δεσμούς ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρωσία.
Δεύτερον, ότι ο Τσίπρας και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν άλλη επιλογή πέρα από τη συνεργασία ώστε να αποδυναμώσουν την χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα. Αν δεν γίνει αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναγκαστεί να βγει από τη ζώνη του ευρώ.
Αρκετές χώρες της ευρωζώνης είναι αισιόδοξες με το επιχείρημα ότι το ευρώ θα επιβιώσει ενός Grexit. Είναι λάθος.
Ένα Grexit θα κάνει ανυπολόγιστη ζημιά στην αξιοπιστία του ευρώ αλλά ακόμη και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, θα έχει σοβαρές γεωστρατηγικές επιπτώσεις. Μία διασπασμένη και αποδυναμωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κατανοεί πολύ καλά τον αντίκτυπο ενός Grexit, ακόμα και αν η γερμανική κοινή γνώμη είναι ολοένα και πιο ανυπόμονη και επικριτική απέναντι στη στρατηγική του Τσίπρα.
Με την πρώτη ματιά, η στρατηγική του Τσίπρα, έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να φθείρει τα όργανα που βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας και ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα. Θέλει να υπάρχουν λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις για τη λήψη των δανείων, ενώ η ΕΕ θέλει να καταλάβει σε τι είδους σημαντικές μεταρρυθμίσεις προτίθεται να προβεί προκειμένου να καταστήσει ανταγωνιστική την ελληνική οικονομία.
Ο Τσίπρας και το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ εκσφενδονίστηκαν στην εξουσία τον περασμένο Ιανουάριο, μετά την υπόσχεση τους προς το εκλογικό σώμα ότι θα τερματίσουν τα μέτρα λιτότητας που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Όμως, δεν έχουν ακόμα επιβραβεύσει τους ψηφοφόρους τους, σε μεγάλο βαθμό διότι δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία με την Ε.Ε. και άλλους θεσμούς
Ήταν η προηγούμενη συντηρητική ελληνική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, που είχε καταρτίσει το πακέτο λιτότητας με την υποστήριξη των αυτών των θεσμικών οργάνων. Ωστόσο, αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν ατελείς από την αρχή.
Το φορολογικό καθεστώς δεν αναθεωρήθηκε, ώστε να υπάρξει διαφάνεια, να βελτιωθεί το ετοιμόρροπο σύστημα είσπραξης εσόδων και να τεθεί τέλος στη διαφθορά. Επιπλέον, ένα δίκτυο αποτελούμενο από πλούσιους ολιγάρχες που κυβερνούσε την Ελλάδα από το τέλος του στρατιωτικού καθεστώτος το 1974, δεν επηρεάσθηκε από τα μέτρα λιτότητας.
Αυτοί οι ολιγάρχες έχουν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τις δύο οικογένειες, του Καραμανλή και του Παπανδρέου, οι οποίοι εγκατέστησαν στην Ελλάδα τα δικά τους φέουδα. Πράγματι μετά το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας, η διακυβέρνηση της χώρας είχε ως βάση την πολιτική πατρωνία και τις πελατειακές σχέσεις και όχι την διαφάνεια και την λογοδοσία.
Όλοι αυτοί ελάχιστα επηρεάσθηκαν κατά τα τελευταία 5 χρόνια, όταν η Ελλάδα υποτίθεται ότι θα εισήγαγε θεμελιώδεις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση.
Στο τέλος, η μεσαία τάξη και οι λιγότερο εύποροι κατέβαλαν ένα πολύ υψηλό τίμημα με τα μέτρα λιτότητας, ενώ οι παλαιές δομές παρέμειναν στη θέση τους. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τον οποίο κέρδισε τις εκλογές ο Τσίπρας τον περασμένο Ιανουάριο. Υποσχέθηκε να διαλύσει τις παλιές δομές και να θέσει σε εφαρμογή μέτρα κοινωνικής πρόνοιας για τα άτομα που πλήττονται περισσότερο από την λιτότητα.
Ωστόσο, κοιτώντας πίσω, αναρωτιέσαι γιατί η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ δεν αμφισβήτησαν τις μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης κυβέρνησης;
Σίγουρα θα πρέπει να είχαν δει πώς οι δομές δεν είχαν αναθεωρηθεί και πως ακόμη και η βασική διαφάνεια που απαιτείται για την ιδιωτικοποίηση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων δεν ήταν η αρμόζουσα.
Είναι λες και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ έκαναν τα στραβά μάτια στις ελλείψεις των μεταρρυθμίσεων που ήταν το τίμημα για την διατήρηση Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ.
Αυτή η απροθυμία να αμφισβητήσουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις είναι μόνο ένα από τα πολλά λάθη που έγιναν από την ΕΕ, όσο ασχολείτο με την Ελλάδα.
Η Ελλάδα το 1981, όταν και έγινε μέλος της ΕΕ, δεν ήταν καθόλου έτοιμη. Αλλά τότε, τα κριτήρια για την ένταξη στην ΕΕ ήταν διαφορετικά. Στη συνέχεια, έγινε προσπάθεια ώστε να αγκυρωθεί η χώρα σε μια δημοκρατική Ευρώπη και να ενισχυθούν οι εύθραυστοι δημοκρατικοί θεσμοί, μετά το στρατιωτικό καθεστώς που διήρκεσε 1967-1974.
Από τότε που έγινε μέλος της ΕΕ, η Ελλάδα παρουσίασε μια εξαιρετική αδυναμία στη χρήση των γενναιόδωρων πόρων για την ανάπτυξη μέσω των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ που αποσκοπούσαν στον εκσυγχρονισμό των υποδομών και την υποστήριξη των φτωχότερων περιοχών της.
Θυμάμαι έναν Έλληνα υπουργό να εξηγεί το 2002 πως η κυβέρνηση στην Αθήνα και οι τοπικές αρχές δεν είχαν καμία ιδέα για το πώς να επενδύσουν τα κεφάλαια, πόσο μάλλον να εκπονήσουν λεπτομερή σχέδια για τη χρήση τους.
Η Ελλάδα απλά δεν διέθετε την ικανότητα απορρόφησης και η δημόσια διοίκηση αδυνατούσε να ασχοληθεί με αυτά τα θέματα, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ένα τεράστιος και διογκωμένος δημόσιος τομέας.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η Γερμανία και οι άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ ανακάλυψαν τελικά, αν και δεν το παραδέχθηκαν, ότι η Ελλάδα ήταν απροετοίμαστη να εγκαταλείψει τη δραχμή και να εισέλθει στη ζώνη του ευρώ, το 2002.
Η οικονομία της ήταν άκρως μη ανταγωνιστική, για δεν χρειάζεται καν να αναφερθούμε στις δημοσιονομικές πολιτικές τους.
Συγκεκριμένα η γερμανική κυβέρνηση είχε σοβαρές επιφυλάξεις για την υιοθέτηση από την Ελλάδα του ευρώ. Όμως, ένας από τους κύριους λόγους που το Βερολίνο υποχώρησε οφείλεται στο γεγονός ότι η Αθήνα απείλησε να θέσει επί τάπητος το ζήτημα των αποζημιώσεων του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, αν δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στη ευρωζώνη.
Το θέμα αυτό έχει επανέλθει στο προσκήνιο, υπό την πρωθυπουργία του Αλέξη Τσίπρα, δείχνοντας πως δεν έχει μπει τέλος σε αυτό το ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένο και ασταθές κεφάλαιο των ελληνογερμανικών σχέσεων.
Δείχνει επίσης πώς η ελληνική οικονομική κρίση και η Ιστορία συνωμοτούν και συγκρούονται. Είναι στο χέρι του Βερολίνου και της Αθήνας να σπάσουν τα δεσμά αυτά και επίσης να ανοίξουν ένα νέο κεφάλαιο, διότι η Ελλάδα, ως μέλος της Ε.Ε., δεν έχει πού αλλού να πάει.
Judy Dempsey is senior associate and editor-in-chief of Strategic Europe at Carnegie Europe.
πηγή: moscow times
Στο τέλος, ο Τσίπρας επέστρεψε με άδεια χέρια, με εξαίρεση κάποιες αόριστες υποσχέσεις για τη συμμετοχή σε ένα νέο ρωσο-τουρκικό αγωγό φυσικού αερίου και τη συμμετοχή της Ρωσίας στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ελληνικών εταιρειών.
Το Κρεμλίνο δεν προχώρησε ούτε καν σε άρση του εμπάργκο τροφίμων που έχει επιβάλλει σε αντίδραση των κυρώσεων της ΕΕ προς τη Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας πριν από ένα χρόνο. Αλλά και πάλι, ο Τσίπρας βρισκόταν σε απελπιστική ανάγκη για κάποιες χειρονομίες από τη πλευρά της Ρωσίας.
Η επίσκεψή του στη Μόσχα έδειξε δύο πράγματα.
Το πρώτο ήταν ότι δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι ο Πούτιν θα τον βοηθήσει, παρά τους παραδοσιακά στενούς δεσμούς ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρωσία.
Δεύτερον, ότι ο Τσίπρας και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν άλλη επιλογή πέρα από τη συνεργασία ώστε να αποδυναμώσουν την χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα. Αν δεν γίνει αυτό, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να αναγκαστεί να βγει από τη ζώνη του ευρώ.
Αρκετές χώρες της ευρωζώνης είναι αισιόδοξες με το επιχείρημα ότι το ευρώ θα επιβιώσει ενός Grexit. Είναι λάθος.
Ένα Grexit θα κάνει ανυπολόγιστη ζημιά στην αξιοπιστία του ευρώ αλλά ακόμη και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, θα έχει σοβαρές γεωστρατηγικές επιπτώσεις. Μία διασπασμένη και αποδυναμωμένη Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ κατανοεί πολύ καλά τον αντίκτυπο ενός Grexit, ακόμα και αν η γερμανική κοινή γνώμη είναι ολοένα και πιο ανυπόμονη και επικριτική απέναντι στη στρατηγική του Τσίπρα.
Με την πρώτη ματιά, η στρατηγική του Τσίπρα, έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να φθείρει τα όργανα που βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας και ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα. Θέλει να υπάρχουν λιγότερο αυστηρές προϋποθέσεις για τη λήψη των δανείων, ενώ η ΕΕ θέλει να καταλάβει σε τι είδους σημαντικές μεταρρυθμίσεις προτίθεται να προβεί προκειμένου να καταστήσει ανταγωνιστική την ελληνική οικονομία.
Ο Τσίπρας και το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ εκσφενδονίστηκαν στην εξουσία τον περασμένο Ιανουάριο, μετά την υπόσχεση τους προς το εκλογικό σώμα ότι θα τερματίσουν τα μέτρα λιτότητας που επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Όμως, δεν έχουν ακόμα επιβραβεύσει τους ψηφοφόρους τους, σε μεγάλο βαθμό διότι δεν έχουν καταλήξει σε συμφωνία με την Ε.Ε. και άλλους θεσμούς
Ήταν η προηγούμενη συντηρητική ελληνική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά, που είχε καταρτίσει το πακέτο λιτότητας με την υποστήριξη των αυτών των θεσμικών οργάνων. Ωστόσο, αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν ατελείς από την αρχή.
Το φορολογικό καθεστώς δεν αναθεωρήθηκε, ώστε να υπάρξει διαφάνεια, να βελτιωθεί το ετοιμόρροπο σύστημα είσπραξης εσόδων και να τεθεί τέλος στη διαφθορά. Επιπλέον, ένα δίκτυο αποτελούμενο από πλούσιους ολιγάρχες που κυβερνούσε την Ελλάδα από το τέλος του στρατιωτικού καθεστώτος το 1974, δεν επηρεάσθηκε από τα μέτρα λιτότητας.
Αυτοί οι ολιγάρχες έχουν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τις δύο οικογένειες, του Καραμανλή και του Παπανδρέου, οι οποίοι εγκατέστησαν στην Ελλάδα τα δικά τους φέουδα. Πράγματι μετά το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας, η διακυβέρνηση της χώρας είχε ως βάση την πολιτική πατρωνία και τις πελατειακές σχέσεις και όχι την διαφάνεια και την λογοδοσία.
Όλοι αυτοί ελάχιστα επηρεάσθηκαν κατά τα τελευταία 5 χρόνια, όταν η Ελλάδα υποτίθεται ότι θα εισήγαγε θεμελιώδεις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση.
Στο τέλος, η μεσαία τάξη και οι λιγότερο εύποροι κατέβαλαν ένα πολύ υψηλό τίμημα με τα μέτρα λιτότητας, ενώ οι παλαιές δομές παρέμειναν στη θέση τους. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τον οποίο κέρδισε τις εκλογές ο Τσίπρας τον περασμένο Ιανουάριο. Υποσχέθηκε να διαλύσει τις παλιές δομές και να θέσει σε εφαρμογή μέτρα κοινωνικής πρόνοιας για τα άτομα που πλήττονται περισσότερο από την λιτότητα.
Ωστόσο, κοιτώντας πίσω, αναρωτιέσαι γιατί η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ δεν αμφισβήτησαν τις μεταρρυθμίσεις της προηγούμενης κυβέρνησης;
Σίγουρα θα πρέπει να είχαν δει πώς οι δομές δεν είχαν αναθεωρηθεί και πως ακόμη και η βασική διαφάνεια που απαιτείται για την ιδιωτικοποίηση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων δεν ήταν η αρμόζουσα.
Είναι λες και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ έκαναν τα στραβά μάτια στις ελλείψεις των μεταρρυθμίσεων που ήταν το τίμημα για την διατήρηση Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ.
Αυτή η απροθυμία να αμφισβητήσουν αυτές τις μεταρρυθμίσεις είναι μόνο ένα από τα πολλά λάθη που έγιναν από την ΕΕ, όσο ασχολείτο με την Ελλάδα.
Η Ελλάδα το 1981, όταν και έγινε μέλος της ΕΕ, δεν ήταν καθόλου έτοιμη. Αλλά τότε, τα κριτήρια για την ένταξη στην ΕΕ ήταν διαφορετικά. Στη συνέχεια, έγινε προσπάθεια ώστε να αγκυρωθεί η χώρα σε μια δημοκρατική Ευρώπη και να ενισχυθούν οι εύθραυστοι δημοκρατικοί θεσμοί, μετά το στρατιωτικό καθεστώς που διήρκεσε 1967-1974.
Από τότε που έγινε μέλος της ΕΕ, η Ελλάδα παρουσίασε μια εξαιρετική αδυναμία στη χρήση των γενναιόδωρων πόρων για την ανάπτυξη μέσω των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ που αποσκοπούσαν στον εκσυγχρονισμό των υποδομών και την υποστήριξη των φτωχότερων περιοχών της.
Θυμάμαι έναν Έλληνα υπουργό να εξηγεί το 2002 πως η κυβέρνηση στην Αθήνα και οι τοπικές αρχές δεν είχαν καμία ιδέα για το πώς να επενδύσουν τα κεφάλαια, πόσο μάλλον να εκπονήσουν λεπτομερή σχέδια για τη χρήση τους.
Η Ελλάδα απλά δεν διέθετε την ικανότητα απορρόφησης και η δημόσια διοίκηση αδυνατούσε να ασχοληθεί με αυτά τα θέματα, παρά το γεγονός ότι υπήρχε ένα τεράστιος και διογκωμένος δημόσιος τομέας.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η Γερμανία και οι άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ ανακάλυψαν τελικά, αν και δεν το παραδέχθηκαν, ότι η Ελλάδα ήταν απροετοίμαστη να εγκαταλείψει τη δραχμή και να εισέλθει στη ζώνη του ευρώ, το 2002.
Η οικονομία της ήταν άκρως μη ανταγωνιστική, για δεν χρειάζεται καν να αναφερθούμε στις δημοσιονομικές πολιτικές τους.
Συγκεκριμένα η γερμανική κυβέρνηση είχε σοβαρές επιφυλάξεις για την υιοθέτηση από την Ελλάδα του ευρώ. Όμως, ένας από τους κύριους λόγους που το Βερολίνο υποχώρησε οφείλεται στο γεγονός ότι η Αθήνα απείλησε να θέσει επί τάπητος το ζήτημα των αποζημιώσεων του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, αν δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στη ευρωζώνη.
Το θέμα αυτό έχει επανέλθει στο προσκήνιο, υπό την πρωθυπουργία του Αλέξη Τσίπρα, δείχνοντας πως δεν έχει μπει τέλος σε αυτό το ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένο και ασταθές κεφάλαιο των ελληνογερμανικών σχέσεων.
Δείχνει επίσης πώς η ελληνική οικονομική κρίση και η Ιστορία συνωμοτούν και συγκρούονται. Είναι στο χέρι του Βερολίνου και της Αθήνας να σπάσουν τα δεσμά αυτά και επίσης να ανοίξουν ένα νέο κεφάλαιο, διότι η Ελλάδα, ως μέλος της Ε.Ε., δεν έχει πού αλλού να πάει.
Judy Dempsey is senior associate and editor-in-chief of Strategic Europe at Carnegie Europe.
πηγή: moscow times
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου