Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Ανεργία, μια οικονομολογική προσέγγιση ενός πολυδιάστατου φαινομένου



Στα πλαίσια της οικονομικής ανάλυσης του φαινομένου της ανεργίας, ο πληθυσμός ενός συγκεκριμένου συνόλου, όπως για παράδειγμα μιας χώρας, χωρίζεται σε δύο κατηγορίες, τον οικονομικά ενεργό και τον οικονομικά μη ενεργό. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει όσους θέλουν και μπορούν να εργαστούν, ενώ αντίθετα στην δεύτερη, περιλαμβάνονται όσοι είτε αδυνατούν (π.χ. μικρά παιδιά, υπερήλικες), είτε είναι επιλογή τους να μην εργάζονται (π.χ. νοικοκυρές, εισοδηματίες). Με βάση τα παραπάνω, ως ανεργία ορίζεται το σύνολο των ατόμων, τα οποία ενώ έχουν την ικανότητα και την διάθεση να απασχοληθούν, αδυνατούν να το πράξουν, λόγω ανεπαρκούς ζήτησης εργασίας από τις επιχειρήσεις.


Υπάρχουν βέβαια ορισμένες περιπτώσεις, που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής αναφορικά με τον τρόπο καταγραφής της ανεργίας, έχουν δε άμεση επίπτωση τόσο στα μεγέθη της οικονομίας, όσο στον ίδιο τον εργαζόμενο και την οικογένειά του, αλλά και σε όλη την κοινωνία γενικότερα. Έτσι για παράδειγμα υπάρχουν άτομα τα οποία δεν εγγράφονται ως άνεργοι, αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι απασχολούνται πλήρως, άρα κατ΄ επέκταση και ότι αμείβονται αντίστοιχα. Σε αυτήν την κατηγορία εμπίπτουν, κατά κάποιο τρόπο, και μικροεπιχειρηματίες – αυτοαπασχολούμενοι, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν μια ικανοποιητική απόδοση συγκριτικά με τις ώρες που αυτοαπασχολούνται, μη έχοντας όμως εναλλακτική συνεχίζουν να προσπαθούν για την επιβίωση τους, μέσα από την «μερική» λειτουργία της επιχείρησής τους. Επιπλέον, υπάρχουν περιπτώσεις εργαζομένων οι οποίοι δεν εγγράφονται ως άνεργοι, γιατί μπορεί να συμμετέχουν σε κάποιο βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης διάρκειας λίγων μηνών. Τέλος, υπάρχουν άτομα που αποσύρονται από την αγορά εργασίας, όταν μετά από πολλές προσπάθειες και αδυνατώντας να βρουν απασχόληση, απογοητεύονται και σταματούν να ψάχνουν, θέτοντας τον εαυτό τους εκτός εργατικού δυναμικού.  

Οι λόγοι που οδηγούν κάποιον στην ανεργία ποικίλουν και μερικές φορές επεκτείνονται ακόμα και σε θέματα προσωπικής συμπεριφοράς και δεξιοτήτων που απαιτούνται για συγκεκριμένες θέσεις εργασίας, αλλά και σε προσωπικές επιλογές προκειμένου να μετακινηθεί κάποιος από μια συγκεκριμένη θέση σε μια άλλη, με μεγαλύτερα οφέλη και καλλίτερες προοπτικές. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ως έναν από τους λόγους για την ύπαρξη υψηλής ανεργίας, προκρίνουν την  αναντιστοιχία που παρατηρείται μεταξύ των προσφερόμενων δεξιοτήτων από τους υποψηφίους και των ζητούμενων από τους εργοδότες. Το συγκεκριμένο φαινόμενο, αν και με διαφορετικό τρόπο από ότι σε άλλες οικονομίες, είναι κάτι που συμβαίνει και στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό, έχει μάλιστα ιδιαίτερη σχέση με τον προσανατολισμό των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, τα οποία σύμφωνα με μελέτες του ΚΕΠΕ, έχουν προσαρμοστεί σε μεγάλο βαθμό στην ζήτηση που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες από το δημόσιο τομέα.

Ένας άλλος σημαντικός λόγος που επηρεάζει τα ποσοστά ανεργίας στην Ελλάδα, είναι και το γεγονός ότι υπάρχει μια επίμονη τάση για την απόκτηση ανώτατης εκπαίδευσης, πολλές φορές και άσχετα με τις γενικότερες προοπτικές απασχόλησης. Αυτό συμβαίνει γιατί έχει εδραιωθεί η αντίληψη σε μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας, ότι πρωτεύοντα ρόλο παίζει η κοινωνική θέση που προσδίδουν οι σπουδές, σε αντίθεση με την πρακτική πλευρά του ζητήματος, που είναι η ταχύτερη δυνατή απορρόφηση των αποφοίτων από την αγορά εργασίας. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, παρατηρείται η ύπαρξη συνολικά μεγαλύτερου αριθμού πτυχιούχων από όσους πραγματικά χρειάζεται η ελληνική οικονομία, αλλά και πλεονάζων αριθμός σε συγκεκριμένες ειδικότητες, όπως για παράδειγμα της ιατρικής και της νομικής. Φυσικά και σε αυτήν την περίπτωση, ο θεμελιώδης νόμος της προσφοράς και της ζήτησης φέρνει για μια ακόμη φορά την ισορροπία στην αγορά, αλλά δυστυχώς αυτό γίνεται σε βάρος των υποψηφίων εργαζομένων.

Οι περισσότερες προσπάθειες σε επίπεδο έρευνας σχετικά με την ανεργία, εστιάζονται συνήθως στην εκτίμηση του οικονομικού της κόστους. Έτσι σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ένας άνεργος, είναι η πτώση του βιοτικού επιπέδου του ιδίου και της οικογενείας του, τουλάχιστον μέχρι να επανέλθει στην αγορά εργασίας. Ακόμα όμως και όταν αυτό συμβεί, είναι πολύ πιθανό οι αποδοχές του επαναπροσλαμβανόμενου, να είναι σε πολλές περιπτώσεις χαμηλότερες από ότι στο παρελθόν, κάτι που ουσιαστικά υποθηκεύει με αυτόν τον τρόπο και την πιθανή μελλοντική του εξέλιξη. Φυσικά, επειδή τα πάντα είναι αλληλένδετα στην οικονομία, από την οποιασδήποτε μορφής μείωση της οικονομικής δραστηριότητας σε έναν κλάδο, θα επηρεαστούν περισσότερο ή λιγότερο και οι εργαζόμενοι σε άλλους κλάδους, μιας και η κατανάλωση ενός ατόμου είναι το εισόδημα κάποιου άλλου. Αυτό θα οδηγήσει σε γενικότερη συρρίκνωση του παραγόμενου προϊόντος, αφού η μείωση των απασχολούμενων, οδηγεί σε μικρότερο επίπεδο συνολικής παραγωγής και κατανάλωσης. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω οι εισφορές στα ταμεία του κράτους μειώνονται, με αποτέλεσμα το τελευταίο είτε να μην είναι σε θέση, είτε να αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες, προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις προς τους πολίτες του, κάτι που στην Ελλάδα, είναι πλέον ένα συνηθισμένο φαινόμενο. 


Ο διπλανός πίνακας, όπως δημοσιεύθηκε σε ευρείας κυκλοφορίας καθημερινή εφημερίδα, δίνει μια εικόνα που θα πρέπει να προβληματίσει, αν μη τι άλλο, τον πολιτικό κόσμο της χώρας, ώστε επιτέλους να ακούσουμε συγκεκριμένες προτάσεις από όλα τα πολιτικά κόμματα, εν όψει και των επερχόμενων εκλογών, αναστροφής της πορείας που περιγράφει. Αυτή είναι και η ευχή του γράφοντος για το νέο έτος, να αποτελέσει δηλαδή η νέα χρονιά το εφαλτήριο μιας γενικότερης προσπάθειας συνενόησης και συστράτευσης του πολιτικού κόσμου, στην καταπολέμηση του σημαντικότερου οικονομικού προβλήματος της χώρας, της ανεργίας.   


Χρόνια πολλά και Καλή Χρονιά σε όλους τους φίλους αναγνώστες του παρόντος ιστότοπου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου