Η Διευθύνουσα Σύμβουλος του ΔΝΤ, Christine Lagarde δήλωσε ορθά την περασμένη εβδομάδα ότι οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των επίσημων πιστωτών της, απαιτούσαν μια «ολοκληρωμένη προσέγγιση και όχι μια πρόσφορη μεν αλλά γεμάτη παρενέργειες δουλειά», όταν απάντησε στη διαρροή ενός εγγράφου του Ταμείου το οποίο υπογράμμιζε την πίεση να αποφευχθεί μία ακόμη λύση που επιτρέπει την προσωρινή μόνο αποφυγή μιας κατάρρευσης και επίσης έδωσε έμφαση στην ανάγκη να βρεθεί μια βιώσιμη λύση στην κρίση, στην οποία συνεχίζει να μην είναι δυνατή για τις δύο πλευρές.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για την προσέγγιση της μορφής αυτής η οποία ήταν ο κανόνας, μέχρι σήμερα όταν εμπλέκονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας από τη μία και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και του ΔΝΤ, από την άλλη. Και τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντα άσχημα.
Αυτή η αποσπασματική προσέγγιση, που έφερε κάποια αποτελέσματα και δεν εμπεριείχε εις βάθος σχεδιασμό, έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη, να αγοράσουν χρόνο, ώστε να στραφούν από τον επείγοντα χαρακτήρα διαχείρισης της κρίσης, στην στοχαστική επίλυση της κρίσης και στην αποτελεσματική πρόληψη των κρίσεων. Επέτρεψε αμφότερες τις πλευρές να συνεχίσουν να προωθούν τον τύπο (εσωτερικά και περιφερειακά) της πολιτικής συναίνεσης και των συμβιβασμών που ήταν αναγκαίοι για μια ολοκληρωμένη λύση. Επίσης αγόρασε χρόνο, για όλες τις πλευρές, προκειμένου να δημιουργήσουν εσωτερικές άμυνες οι οποίες θα απαιτούνταν εάν οι ελπίδες για μια θετική έκβαση έδιναν τη θέση τους στην πιεστική πραγματικότητα μιας πιο άτακτης λύσης, όπως μια αναγκαστική έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Αλλά πολύ λίγα επιτεύχθηκαν στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, και αποδείχθηκαν μια δαπανηρή γέφυρα που οδηγεί στο πουθενά.
Πέντε χρόνια με μόνο κάποια αποτελέσματα να επιτυγχάνονται και χωρίς ενδελεχή σχεδιασμό δεν έχουν καταφέρει να εξαλείψουν, το σημαντικό χάσμα που παραμένει μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, τόσο όσον αφορά την ερμηνεία του παρελθόντος όσο και την συμφωνία για το μέλλον. Και η κωλυσιεργία είχε τεράστιο κόστος:
Η ρήση της Lagarde για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, αντικατοπτρίζει μια αυξανόμενη ανάγκη καθώς η αναποτελεσματικότητα και το κόστος των διαδοχικών βραχυπρόθεσμων λύσεων, έχει γίνει ξεκάθαρη. Ωστόσο, με τα προγνωστικά να ευνοούν άλλη μία πρόχειρη και χωρίς ενδελεχή σχεδιασμό λύση ή –όπως είναι όλο και πιο πιθανό- ένα άτακτο Graccident, είναι αντιμέτωπη με μια σημαντική πρόκληση. Για να την φέρει εις πέρας, θα απαιτήσει πολύ μεγαλύτερη συνεργασία, ρεαλισμό και όραμα από την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της και γρήγορα.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για την προσέγγιση της μορφής αυτής η οποία ήταν ο κανόνας, μέχρι σήμερα όταν εμπλέκονταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας από τη μία και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και του ΔΝΤ, από την άλλη. Και τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντα άσχημα.
Αυτή η αποσπασματική προσέγγιση, που έφερε κάποια αποτελέσματα και δεν εμπεριείχε εις βάθος σχεδιασμό, έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη, να αγοράσουν χρόνο, ώστε να στραφούν από τον επείγοντα χαρακτήρα διαχείρισης της κρίσης, στην στοχαστική επίλυση της κρίσης και στην αποτελεσματική πρόληψη των κρίσεων. Επέτρεψε αμφότερες τις πλευρές να συνεχίσουν να προωθούν τον τύπο (εσωτερικά και περιφερειακά) της πολιτικής συναίνεσης και των συμβιβασμών που ήταν αναγκαίοι για μια ολοκληρωμένη λύση. Επίσης αγόρασε χρόνο, για όλες τις πλευρές, προκειμένου να δημιουργήσουν εσωτερικές άμυνες οι οποίες θα απαιτούνταν εάν οι ελπίδες για μια θετική έκβαση έδιναν τη θέση τους στην πιεστική πραγματικότητα μιας πιο άτακτης λύσης, όπως μια αναγκαστική έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Αλλά πολύ λίγα επιτεύχθηκαν στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου, και αποδείχθηκαν μια δαπανηρή γέφυρα που οδηγεί στο πουθενά.
Πέντε χρόνια με μόνο κάποια αποτελέσματα να επιτυγχάνονται και χωρίς ενδελεχή σχεδιασμό δεν έχουν καταφέρει να εξαλείψουν, το σημαντικό χάσμα που παραμένει μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, τόσο όσον αφορά την ερμηνεία του παρελθόντος όσο και την συμφωνία για το μέλλον. Και η κωλυσιεργία είχε τεράστιο κόστος:
Ο υπολογισμός του λόγου κόστος προς όφελος της προσέγγισης «επίτευξη βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων χωρίς ενδελεχή σχεδιασμό» έχει γίνει λιγότερο ευνοϊκός και τώρα προσεγγίζει οξεία επίπεδα. Ναι, οι επίσημοι πιστωτές όπως η ΕΚΤ και το ΔΝΤ βρίσκονται υπό ακόμη μεγαλύτερη πίεση να προχωρήσουν σε νέο δανεισμό προς την Ελλάδα εάν και εφόσον ελπίζουν ότι θα αποπληρωθούν τα προηγούμενα δάνειά τους. Αλλά μια τέτοια χρηματοοικονομική τεχνική δεν ξεγελά πλέον κανέναν. Συγκεκριμένα, αυτό το τέχνασμα θα κάνει λίγα για να απελευθερώσει νέα κεφάλαια, να αντιστρέψει τις εκταμιεύσεις καταθέσεων από τις ελληνικές τράπεζες ή να βελτιώσει την καθημερινή πραγματικότητα για έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων πολιτών που επηρεάστηκαν βαθιά από την κρίση. Στο μεταξύ, η πίστη στην ικανότητα των πιστωτών να λύνουν προβλήματα θα διαβρωθεί περισσότερο, ερχόμενη να προστεθεί στις περίπλοκες εσωτερικές και περιφερειακές πολιτικές δυναμικές.
- Μια σημαντική ποσότητα δυνητικά ανεξόφλητου ελληνικού χρέους έχει μεταφερθεί από τους ιδιώτες πιστωτές στα ισοζύγια του δημόσιου τομέα τα οποία στηρίζονται στους Ευρωπαίους φορολογούμενους. Πολλοί από αυτούς τους ιδιωτικούς φορείς είχαν πληρωθεί αδρά για την προθυμία τους να αναλάβουν τον πιστωτικό κίνδυνο ενός κυρίαρχου κράτους όπως η Ελλάδα και χάρη στη γενναιόδωρη χρηματοδότηση διάσωσης από τον επίσημο τομέα, αρκετοί ήταν σε θέση να βγουν χωρίς πολύ κόστος.
- Η αποτυχία μιας πολύ βιώσιμης βελτίωσης ώθησε τους Έλληνες πολίτες να αποσύρουν τα χρήματα τους από τις τράπεζες. Αυτό συνέβαλε στην ευρύτερη φυγή κεφαλαίων που απορροφά το λειτουργικό οξυγόνο της οικονομίας, της χώρας, και βάζει σε κίνδυνο χρεοκοπίας έναν μεγάλο αριθμό των θεσμών.
- Τα βαθιά και επίμονα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας έχουν προκαλέσει σημαντική ανθρώπινη δυστυχία και επιδείνωσαν τις διαρθρωτικές αγκυλώσεις για τη μελλοντική οικονομική ανάκαμψη και ευημερία.
- Οι διαπραγματευτικές εντάσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, έχουν επιδεινωθεί από τις δυσκολίες συντονισμού μεταξύ της ίδιας της ομάδας των πιστωτών (που αποκαλούνταν τρόικα, η ΕΚΤ, η ΕΕ και το ΔΝΤ). Ως αποτέλεσμα, η Ευρώπη έχει αφιερώσει πάρα πολύ χρόνο σε ατελείωτες συζητήσεις που απέσπασαν την προσοχή από το σημαντικό έργο της ολοκλήρωσης των θεμελίων του ιστορικού project ενοποίησης της περιοχής.
Η ρήση της Lagarde για μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, αντικατοπτρίζει μια αυξανόμενη ανάγκη καθώς η αναποτελεσματικότητα και το κόστος των διαδοχικών βραχυπρόθεσμων λύσεων, έχει γίνει ξεκάθαρη. Ωστόσο, με τα προγνωστικά να ευνοούν άλλη μία πρόχειρη και χωρίς ενδελεχή σχεδιασμό λύση ή –όπως είναι όλο και πιο πιθανό- ένα άτακτο Graccident, είναι αντιμέτωπη με μια σημαντική πρόκληση. Για να την φέρει εις πέρας, θα απαιτήσει πολύ μεγαλύτερη συνεργασία, ρεαλισμό και όραμα από την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της και γρήγορα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου