Το κόστος των επαναδιαπραγματεύσεων που «εφλέγετο» να πραγματοποιήσει ο κ. Αλέξης Τσίπρας ξεπερνά αισίως σήμερα το 20% του ΑΕΠ μας –και είμαστε μόνον στις 100 πρώτες ημέρες…
Στην πολιτική οικονομία, η μικροοικονομική δραστηριότητα αναλύει και εξετάζει πώς λειτουργούν και συμπεριφέρονται οι επιχειρήσεις, ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν και πώς μπορούν να γίνουν φορείς αναπτύξεως και ευημερίας. Υπό αυτή την έννοια, στις μικτές οικονομίες, όπως αυτές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ), οι ιδιωτικές επιχειρήσεις βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο της προσοχής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων γιατί μόνον από αυτές μπορούν να προέλθουν αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
Ο κύριος στόχος, έτσι, του περίφημου επενδυτικού «πακέτου Γιούνκερ», το οποίο πρόσφατα παρουσιάσθηκε στην Ελλάδα από τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γίρκι Κατάϊνεν, είναι η ενίσχυση της ιδιωτικής επενδυτικής πρωτοβουλίας, η οποία, όμως, στην χώρα μας βρίσκεται στα πρόθυρα της καταρρεύσεως.
Ωστόσο, παρ όλη την μικροοικονομική κρίση, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Βιομηχανίας (ΣΕΒ) παρέδωσε στον Φιλανδό αντιπρόεδρο της Επιτροπής και αρμόδιο για την αξιοποίηση του «πακέτου Γιούνκερ» ένα σχέδιο 10 ώριμων επενδυτικών έργων, ύψους άνω του 1,5 δισεκατ. ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται η ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης, η ψηφιακή οικονομία, η φαρμακοβιομηχανία και οι παροχές υπηρεσιών σε άτομα τρίτης ηλικίας. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο πώς οι επενδύσεις αυτές θα πραγματοποιηθούν όταν το μικροοικονομικό κλίμα στην Ελλάδα συνεχώς χειροτερεύει. Και αυτό είναι γνωστό στους εταίρους μας, οι οποίοι βλέπουν την χώρα να μονιμοποιείται στην ύφεση.
Εξάλλου, ο κ. Γ. Κατάϊνεν μετέφερε στους συνομιλητές του και την «απροθυμία των διεθνών επενδυτών να επενδύσουν στην Ελλάδα λόγω της αβεβαιότητας στην οικονομία» και κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλίες «σταθεροποίησης», ενώ ξεκαθάρισε ότι το Ευρωπαϊκό Πακέτο Στρατηγικών Επενδύσεων δεν χρηματοδοτεί δημόσιες υποδομές αλλά ιδιωτικές επενδύσεις ή συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Πλην όμως, ποιες επενδύσεις μπορούν να γίνουν όταν οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δραματικά προβλήματα ρευστότητας και οι πιο εξωστρεφείς από αυτές είναι υποχρεωμένες να προκαταβάλλουν τοις μετρητοίς εισαγωγές πρώτων υλών και άλλων εμπορευμάτων;
Επίσης, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα αποδόσεως των κρατικών ομολόγων, που παραπέμπουν σε πτωχευμένη χώρα. Την ίδια ώρα, τα επίπεδα του πενταετούς ασφαλίστρου κινδύνου έναντι χρεοκοπίας της χώρας (CDS) «θεωρούν» σχεδόν βέβαιη πτώχευση της Ελλάδας, καθώς έχουν ξεπεράσει τις 3.500 μονάδες –από περίπου 1.000 μονάδες που ήταν στις αρχές του έτους. Πρακτικά, οι εισηγμένες όχι μόνον έχουν αποκλειστεί από μελλοντικές εκδόσεις, αλλά ο χρόνος αποκλιμάκωσης των αποδόσεων θα είναι μακρόβιος και πάντα σε συνδυασμό με την δημοσιονομική λύση που θα δοθεί για την Ελλάδα –άρα, ρευστότητα υπό το μηδέν.
Στο μεταξύ, καλές και δυναμικές εισηγμένες εταιρείες, ως μέσον άμυνας, είτε έχουν προσεγγίσει ξένες τράπεζες μέσω θυγατρικών τους, για να εξασφαλίσουν τον πολυπόθητο δανεισμό, είτε έχουν μεταφέρει την έδρα τους στο εξωτερικό προκειμένου να διαπραγματευθούν την συνέχιση του τραπεζικού δανεισμού τους με καλύτερους όρους, ή την έκδοση εταιρικών ομολόγων με επιτόκια σημαντικά χαμηλότερα από αυτά που θα έβγαζαν στην Ελλάδα.
Είναι έτσι κατάδηλο ότι, πέρα από τις εισηγμένες επιχειρήσεις, που είναι και η αφρόκρεμα της ελληνικής μικρο οικονομίας, ο χρόνος στην κεφαλαιαγορά μας δείχνει να έχει σταματήσει. Έτσι, το φάσμα της χρεοκοπίας που πλανάται πάνω από την χώρα αποτυπώνεται καθημερινά και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), όπου οι τιμές μόνον απαισιοδοξία προσφέρουν σε επιχειρήσεις και επενδυτές.
Σημειώνουμε ότι ο μέσος όρος των κωδικών που πραγματοποιούν καθημερινά συναλλαγές έχει συρρικνωθεί στους 1.500, όταν πριν από μία δεκαετία ξεπερνούσε τους 40.000. Οι ξένοι επενδυτές, από το ξεκίνημα του 2015, είναι μονίμως πωλητές ελληνικών μετοχών, έχοντας ρευστοποιήσει πάνω από 400 εκ. ευρώ. Ο τραπεζικός δείκτης διαπραγματεύεται στα επίπεδα του 1987, με τους επενδυτές που εισήλθαν πέρυσι στις αυξήσεις κεφαλαίου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να έχουν σήμερα καταστραφεί, αφού καταγράφουν μεγάλες απώλειες.
Δεν εκπλήσσει έτσι το γεγονός ότι γνωστά επενδυτικά ταμεία ρευστοποιούν, από τις αρχές Μαρτίου, διαβλέποντας σοβαρό οικονομικό αδιέξοδο για την χώρα. Ήδη από τις αρχές του 2015 το ελληνικό Χρηματιστήριο καταγράφει συνολικές απώλειες 14,7% και βρίσκεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως με τις χειρότερες αποδόσεις, ενώ η χαμένη κεφαλαιοποίηση αγγίζει τα 12 δις €. Δηλαδή, αν κάποιος ξένος επενδυτής είχε την όρεξη, μπορεί να αγοράσει τον ανθό της ιδιωτικής οικονομίας με το ποσό αυτό –που αντιπροσωπεύει με το ζόρι έξι μήνες κύκλο εργασιών μίας αμερικανικής ή και ευρωπαϊκής πολυεθνικής επιχειρήσεως.
Παράλληλη με αυτήν του ΧΑΑ, το πρώτο τετράμηνο του 2015, είναι και η πτώση της κτηματαγοράς, τις απώλειες της οποίας ο Πέτρος Δούκας, πρώην υφυπουργός Οικονομικών υπολογίζει σε 30 δις €.
Αν στο ζοφερό αυτό τοπίο προσθέσουμε και τις αρνητικές προβλέψεις για τον ελληνικό τουρισμό φέτος, τότε η κατάσταση προσλαμβάνει απειλητικές διαστάσεις. Ήδη, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) διαπιστώνει αλλαγή κλίματος στις κρατήσεις δύο εκ των βασικών αγορών του ελληνικού τουρισμού –της Γερμανίας και της Βρετανίας. Ο ΣΕΤΕ θεωρεί βέβαιον ότι, όσο δεν κλείνει η συμφωνία με τους εταίρους μας και παρατείνεται η οικονομική αστάθεια της χώρας, τόσο θα επηρεάζεται ο ρυθμός ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού. Επιπλέον, η διατήρηση της αβεβαιότητας έχει αναστείλει μέρος των τουριστικών επενδύσεων που προγραμμάτιζαν να υλοποιήσουν επιχειρηματικοί όμιλοι. Εξάλλου, η αδυναμία διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος προκαλεί ανησυχία στους προορισμούς που δέχονται το βάρος των μεταναστευτικών ροών για ενδεχόμενες επιπτώσεις στον τουρισμό τους.
Κατά τα λοιπά, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται ένα νέο μνημόνιο, το οποίο όλα δείχνουν ότι θα είναι πιο επώδυνο από τα προηγούμενα. Διότι η ελληνική οικονομία απομακρύνεται πλέον σταθερά από μία βραχυπρόθεσμη έξοδο από την κρίση. Αυτή δε η απομάκρυνση έχει κυριολεκτικά δυσβάστακτο κόστος, το οποίο κάλλιστα θα είχε αποφευχθεί αν ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν εφλέγετο να γίνει πρωθυπουργός. Και το ερώτημα είναι: γιατί αυτή η σπουδή;
Στην πολιτική οικονομία, η μικροοικονομική δραστηριότητα αναλύει και εξετάζει πώς λειτουργούν και συμπεριφέρονται οι επιχειρήσεις, ποια προβλήματα αντιμετωπίζουν και πώς μπορούν να γίνουν φορείς αναπτύξεως και ευημερίας. Υπό αυτή την έννοια, στις μικτές οικονομίες, όπως αυτές της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ), οι ιδιωτικές επιχειρήσεις βρίσκονται σήμερα στο επίκεντρο της προσοχής των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων γιατί μόνον από αυτές μπορούν να προέλθουν αναπτυξιακές πρωτοβουλίες.
Ο κύριος στόχος, έτσι, του περίφημου επενδυτικού «πακέτου Γιούνκερ», το οποίο πρόσφατα παρουσιάσθηκε στην Ελλάδα από τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Γίρκι Κατάϊνεν, είναι η ενίσχυση της ιδιωτικής επενδυτικής πρωτοβουλίας, η οποία, όμως, στην χώρα μας βρίσκεται στα πρόθυρα της καταρρεύσεως.
Ωστόσο, παρ όλη την μικροοικονομική κρίση, ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Βιομηχανίας (ΣΕΒ) παρέδωσε στον Φιλανδό αντιπρόεδρο της Επιτροπής και αρμόδιο για την αξιοποίηση του «πακέτου Γιούνκερ» ένα σχέδιο 10 ώριμων επενδυτικών έργων, ύψους άνω του 1,5 δισεκατ. ευρώ, στο οποίο περιλαμβάνονται η ηλεκτρική διασύνδεση της Κρήτης, η ψηφιακή οικονομία, η φαρμακοβιομηχανία και οι παροχές υπηρεσιών σε άτομα τρίτης ηλικίας. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο πώς οι επενδύσεις αυτές θα πραγματοποιηθούν όταν το μικροοικονομικό κλίμα στην Ελλάδα συνεχώς χειροτερεύει. Και αυτό είναι γνωστό στους εταίρους μας, οι οποίοι βλέπουν την χώρα να μονιμοποιείται στην ύφεση.
Εξάλλου, ο κ. Γ. Κατάϊνεν μετέφερε στους συνομιλητές του και την «απροθυμία των διεθνών επενδυτών να επενδύσουν στην Ελλάδα λόγω της αβεβαιότητας στην οικονομία» και κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλίες «σταθεροποίησης», ενώ ξεκαθάρισε ότι το Ευρωπαϊκό Πακέτο Στρατηγικών Επενδύσεων δεν χρηματοδοτεί δημόσιες υποδομές αλλά ιδιωτικές επενδύσεις ή συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Πλην όμως, ποιες επενδύσεις μπορούν να γίνουν όταν οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν δραματικά προβλήματα ρευστότητας και οι πιο εξωστρεφείς από αυτές είναι υποχρεωμένες να προκαταβάλλουν τοις μετρητοίς εισαγωγές πρώτων υλών και άλλων εμπορευμάτων;
Επίσης, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα αποδόσεως των κρατικών ομολόγων, που παραπέμπουν σε πτωχευμένη χώρα. Την ίδια ώρα, τα επίπεδα του πενταετούς ασφαλίστρου κινδύνου έναντι χρεοκοπίας της χώρας (CDS) «θεωρούν» σχεδόν βέβαιη πτώχευση της Ελλάδας, καθώς έχουν ξεπεράσει τις 3.500 μονάδες –από περίπου 1.000 μονάδες που ήταν στις αρχές του έτους. Πρακτικά, οι εισηγμένες όχι μόνον έχουν αποκλειστεί από μελλοντικές εκδόσεις, αλλά ο χρόνος αποκλιμάκωσης των αποδόσεων θα είναι μακρόβιος και πάντα σε συνδυασμό με την δημοσιονομική λύση που θα δοθεί για την Ελλάδα –άρα, ρευστότητα υπό το μηδέν.
Στο μεταξύ, καλές και δυναμικές εισηγμένες εταιρείες, ως μέσον άμυνας, είτε έχουν προσεγγίσει ξένες τράπεζες μέσω θυγατρικών τους, για να εξασφαλίσουν τον πολυπόθητο δανεισμό, είτε έχουν μεταφέρει την έδρα τους στο εξωτερικό προκειμένου να διαπραγματευθούν την συνέχιση του τραπεζικού δανεισμού τους με καλύτερους όρους, ή την έκδοση εταιρικών ομολόγων με επιτόκια σημαντικά χαμηλότερα από αυτά που θα έβγαζαν στην Ελλάδα.
Είναι έτσι κατάδηλο ότι, πέρα από τις εισηγμένες επιχειρήσεις, που είναι και η αφρόκρεμα της ελληνικής μικρο οικονομίας, ο χρόνος στην κεφαλαιαγορά μας δείχνει να έχει σταματήσει. Έτσι, το φάσμα της χρεοκοπίας που πλανάται πάνω από την χώρα αποτυπώνεται καθημερινά και στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), όπου οι τιμές μόνον απαισιοδοξία προσφέρουν σε επιχειρήσεις και επενδυτές.
Σημειώνουμε ότι ο μέσος όρος των κωδικών που πραγματοποιούν καθημερινά συναλλαγές έχει συρρικνωθεί στους 1.500, όταν πριν από μία δεκαετία ξεπερνούσε τους 40.000. Οι ξένοι επενδυτές, από το ξεκίνημα του 2015, είναι μονίμως πωλητές ελληνικών μετοχών, έχοντας ρευστοποιήσει πάνω από 400 εκ. ευρώ. Ο τραπεζικός δείκτης διαπραγματεύεται στα επίπεδα του 1987, με τους επενδυτές που εισήλθαν πέρυσι στις αυξήσεις κεφαλαίου των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να έχουν σήμερα καταστραφεί, αφού καταγράφουν μεγάλες απώλειες.
Δεν εκπλήσσει έτσι το γεγονός ότι γνωστά επενδυτικά ταμεία ρευστοποιούν, από τις αρχές Μαρτίου, διαβλέποντας σοβαρό οικονομικό αδιέξοδο για την χώρα. Ήδη από τις αρχές του 2015 το ελληνικό Χρηματιστήριο καταγράφει συνολικές απώλειες 14,7% και βρίσκεται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως με τις χειρότερες αποδόσεις, ενώ η χαμένη κεφαλαιοποίηση αγγίζει τα 12 δις €. Δηλαδή, αν κάποιος ξένος επενδυτής είχε την όρεξη, μπορεί να αγοράσει τον ανθό της ιδιωτικής οικονομίας με το ποσό αυτό –που αντιπροσωπεύει με το ζόρι έξι μήνες κύκλο εργασιών μίας αμερικανικής ή και ευρωπαϊκής πολυεθνικής επιχειρήσεως.
Παράλληλη με αυτήν του ΧΑΑ, το πρώτο τετράμηνο του 2015, είναι και η πτώση της κτηματαγοράς, τις απώλειες της οποίας ο Πέτρος Δούκας, πρώην υφυπουργός Οικονομικών υπολογίζει σε 30 δις €.
Αν στο ζοφερό αυτό τοπίο προσθέσουμε και τις αρνητικές προβλέψεις για τον ελληνικό τουρισμό φέτος, τότε η κατάσταση προσλαμβάνει απειλητικές διαστάσεις. Ήδη, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) διαπιστώνει αλλαγή κλίματος στις κρατήσεις δύο εκ των βασικών αγορών του ελληνικού τουρισμού –της Γερμανίας και της Βρετανίας. Ο ΣΕΤΕ θεωρεί βέβαιον ότι, όσο δεν κλείνει η συμφωνία με τους εταίρους μας και παρατείνεται η οικονομική αστάθεια της χώρας, τόσο θα επηρεάζεται ο ρυθμός ανάπτυξης του ελληνικού τουρισμού. Επιπλέον, η διατήρηση της αβεβαιότητας έχει αναστείλει μέρος των τουριστικών επενδύσεων που προγραμμάτιζαν να υλοποιήσουν επιχειρηματικοί όμιλοι. Εξάλλου, η αδυναμία διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος προκαλεί ανησυχία στους προορισμούς που δέχονται το βάρος των μεταναστευτικών ροών για ενδεχόμενες επιπτώσεις στον τουρισμό τους.
Κατά τα λοιπά, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται ένα νέο μνημόνιο, το οποίο όλα δείχνουν ότι θα είναι πιο επώδυνο από τα προηγούμενα. Διότι η ελληνική οικονομία απομακρύνεται πλέον σταθερά από μία βραχυπρόθεσμη έξοδο από την κρίση. Αυτή δε η απομάκρυνση έχει κυριολεκτικά δυσβάστακτο κόστος, το οποίο κάλλιστα θα είχε αποφευχθεί αν ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δεν εφλέγετο να γίνει πρωθυπουργός. Και το ερώτημα είναι: γιατί αυτή η σπουδή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου