Η πιθανότητα διεξαγωγής ενός δημοψηφίσματος, στην Ελλάδα, κερδίζει έδαφος. Τα ζητήματα που διακυβεύονται δεν θα είναι μόνο το πρόγραμμα προσαρμογής που διαπραγματεύεται η κυβέρνηση με τα θεσμικά όργανα, παλαιότερα γνωστά ως Τρόικα, αλλά και τη παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Παρά το γεγονός ότι ένα δημοψήφισμα δεν είναι χωρίς κινδύνους, φαίνεται ότι στο στάδιο αυτό να είναι προς το συμφέρον των περισσότερα μερών.
Είναι προς το συμφέρον της Ελληνικής κυβέρνησης και ειδικότερα του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, ως ένας τρόπος περιορισμού των ακραίων ρευμάτων του συνασπισμού του, που περιλαμβάνει τόσο τους ένθερμους ριζοσπάστες του ΣΥΡΙΖΑ όσο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες του υπουργού Άμυνας Πάνου Καμμένου. Και οι δύο τάσεις είναι πολύ απρόθυμες να αποδεχθούν μια συμφωνία με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης και είναι πρόθυμοι ακόμη και να δεχτούν ως συνέπεια, την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Με την διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, η εκφρασμένη - μέχρι στιγμής - επιθυμία του πληθυσμού να παραμείνει στο ενιαίο νόμισμα θα υπερισχύσουν οποιονδήποτε κομματικών διαφορών. Η εναλλακτική λύση θα ήταν να ζητήσει ξανά εκλογές, αλλά αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάσπαση τον ΣΥΡΙΖΑ - ο οποίος κέρδισε την εξουσία στις πρόωρες εκλογές μόλις τον Ιανουάριο - και να ενισχύσει περαιτέρω την Χρυσή Αυγή, η οποία στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις βρίσκεται στην τρίτη θέση.
Ένα δημοψήφισμα θα μπορούσε να είναι επίσης προς το συμφέρον και των άλλων ευρωπαϊκών εθνών, εν μέρει για τους ίδιους λόγους. Επιπλέον, εκείνοι που διστάζουν να δώσουν πρόσθετη βοήθεια στην Ελλάδα δεν θέλουν να φανεί ότι οδηγούν τη χώρα εκτός ευρώ, εάν οι Έλληνες, τελικά, θέλουν να φύγουν, θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη γι 'αυτό. Ένα δημοψήφισμα θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να δοθεί μια σαφής και ξεκάθαρη απάντηση. Αντιθέτως εάν ψήφιζαν υπέρ της την παραμονής στη ζώνη του ευρώ, κανένα κόμμα δεν θα είχε στο μέλλον καμιά δικαιολογία για να παρεκκλίνει από το συμφωνηθέν πρόγραμμα.
Ο κίνδυνος της μετάδοσης στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο οι ηγέτες της ευρωζώνης αρνήθηκαν στον Γιώργο Παπανδρέου, όταν ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδος, την δυνατότητα να διεξάγει δημοψήφισμα, το Δεκέμβριο του 2011,, θεωρείται πλέον ότι είναι περιορισμένος και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πιθανότατα θα έχει την πολιτική στήριξη για να κάνει ότι χρειάζεται ώστε να κρατήσει το σύστημα ζωντανό σε περίπτωση κρίσης.
Η κίνηση των πολιτικών να μεταθέσουν αποφάσεις κλειδιά σε ένα δημοψήφισμα θεωρείται συχνά ως μια ύψιστη δημοκρατική πράξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, απλά αποκαλύπτει την ανικανότητα τους..
Είναι προς το συμφέρον της Ελληνικής κυβέρνησης και ειδικότερα του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, ως ένας τρόπος περιορισμού των ακραίων ρευμάτων του συνασπισμού του, που περιλαμβάνει τόσο τους ένθερμους ριζοσπάστες του ΣΥΡΙΖΑ όσο και τους Ανεξάρτητους Έλληνες του υπουργού Άμυνας Πάνου Καμμένου. Και οι δύο τάσεις είναι πολύ απρόθυμες να αποδεχθούν μια συμφωνία με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης και είναι πρόθυμοι ακόμη και να δεχτούν ως συνέπεια, την έξοδο της χώρας από το ευρώ. Με την διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, η εκφρασμένη - μέχρι στιγμής - επιθυμία του πληθυσμού να παραμείνει στο ενιαίο νόμισμα θα υπερισχύσουν οποιονδήποτε κομματικών διαφορών. Η εναλλακτική λύση θα ήταν να ζητήσει ξανά εκλογές, αλλά αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε διάσπαση τον ΣΥΡΙΖΑ - ο οποίος κέρδισε την εξουσία στις πρόωρες εκλογές μόλις τον Ιανουάριο - και να ενισχύσει περαιτέρω την Χρυσή Αυγή, η οποία στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις βρίσκεται στην τρίτη θέση.
Ένα δημοψήφισμα θα μπορούσε να είναι επίσης προς το συμφέρον και των άλλων ευρωπαϊκών εθνών, εν μέρει για τους ίδιους λόγους. Επιπλέον, εκείνοι που διστάζουν να δώσουν πρόσθετη βοήθεια στην Ελλάδα δεν θέλουν να φανεί ότι οδηγούν τη χώρα εκτός ευρώ, εάν οι Έλληνες, τελικά, θέλουν να φύγουν, θα πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη γι 'αυτό. Ένα δημοψήφισμα θα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να δοθεί μια σαφής και ξεκάθαρη απάντηση. Αντιθέτως εάν ψήφιζαν υπέρ της την παραμονής στη ζώνη του ευρώ, κανένα κόμμα δεν θα είχε στο μέλλον καμιά δικαιολογία για να παρεκκλίνει από το συμφωνηθέν πρόγραμμα.
Ο κίνδυνος της μετάδοσης στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο οι ηγέτες της ευρωζώνης αρνήθηκαν στον Γιώργο Παπανδρέου, όταν ήταν πρωθυπουργός της Ελλάδος, την δυνατότητα να διεξάγει δημοψήφισμα, το Δεκέμβριο του 2011,, θεωρείται πλέον ότι είναι περιορισμένος και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πιθανότατα θα έχει την πολιτική στήριξη για να κάνει ότι χρειάζεται ώστε να κρατήσει το σύστημα ζωντανό σε περίπτωση κρίσης.
Βασικό ζητούμενο είναι ο χρόνος κατά τον οποίο θα να διεξαχθεί ένα τέτοιο δημοψήφισμα. Τόσο οι ελληνικές, όσο και οι αρχές της ευρωζώνης φαίνεται πως δεν ενδιαφέρονται ώστε να επιταχυνθούν οι εξελίξεις. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να δείξει στους ψηφοφόρους της πως έκανε ότι ήταν δυνατό για να τηρήσει τις προεκλογικές της υποσχέσεις, ενώ προσπάθησε να διαπραγματευτεί την καλύτερη δυνατή συμφωνία. Οι εταίροι της στην ευρωζώνη μπορεί να έχουν κάποιο συμφέρον να αφήσουν να υποχωρήσει ο ενθουσιασμός των Ελλήνων ψηφοφόρων για την πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ και να τους δώσουν το χρόνο να υπολογίσουν τους κινδύνους μιας εξόδου από το ευρώ. Η σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ της ελληνικής και των άλλων κυβερνήσεων της ευρωζώνης, επί του θέματος, μπορεί να εξηγήσει γιατί οι διαπραγματεύσεις διαρκούν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και το deadline αναβάλλεται διαρκώς.
Αυτή η στρατηγική, όμως, μπορεί να αποτύχει επειδή δεν λαμβάνει υπόψη της ορισμένες κρίσιμες παραμέτρους,. Πρώτον, όσο περισσότερος χρόνος χρειάζεται για να καταλήξουν σε μία συμφωνία, τόσο μεγαλύτερη είναι η αβεβαιότητα και, κατά συνέπεια, τόσο μεγαλύτερες είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση, τα πρώτα στοιχεία τριμήνου δείχνουν ότι η χώρα βρίσκεται σε ύφεση και οι προβλέψεις για την ανάπτυξη, έχουν αναθεωρηθεί σημαντικά προς τα κάτω για το τρέχον έτος. Δεύτερον, η προκήρυξη δημοψηφίσματος θα επιταχύνει πιθανώς την απόσυρση των τραπεζικών καταθέσεων, από το φόβο ενός αποτελέσματος που θα οδηγούσε στην έξοδο από την ευρωζώνη. Σε αυτή τη περίπτωση, θα πρέπει να επιβληθούν, κεφαλαιακοί έλεγχοι, με περαιτέρω αρνητικές συνέπειες για το οικονομικό και το πολιτικό περιβάλλον. Τέλος, η εμπειρία δείχνει ότι οι ψηφοφόροι σε ένα δημοψήφισμα λαμβάνουν υπόψη πτυχές από πολλά και διαφορετικά ζητήματα, συχνά άσχετα με το βασικό θέμα που διακυβεύεται.
Η κίνηση των πολιτικών να μεταθέσουν αποφάσεις κλειδιά σε ένα δημοψήφισμα θεωρείται συχνά ως μια ύψιστη δημοκρατική πράξη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, απλά αποκαλύπτει την ανικανότητα τους..
*Ο Lorenzo Bini Smaghi είναι πρώην μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και σήμερα επίσκεπτης καθηγητής στο Harvard’s Weatherhead Center for International Affairs και στο Istituto Affari Internazionali της Ρώμης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου