Δευτέρα 16 Μαρτίου 2015

Simon Nixon. WSJ: Η ελληνική κρίση «δοκιμάζει» την αξιοπιστία της ΕΚΤ

Όταν η ευρωζώνη αποφάσισε το 2012 να δημιουργήσει μια τραπεζική ένωση, το έκανε σε μεγάλο βαθμό διότι άλλες ιδέες για την εμβάθυνση της οικονομικής ενοποίησης φαίνονταν υπερβολικά αμφιλεγόμενες. Η παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας στα εθνικά τραπεζικά συστήματα ήταν πιο εύκολο να «πουληθεί» πολιτικά απ' ότι, για παράδειγμα, η παραχώρηση στις Βρυξέλλες νέων εξουσιών ώστε να μπορούν να δανείζονται και να δαπανούν.
Ωστόσο, η τραπεζική ένωση περιελάμβανε μια πολύ μεγαλύτερη μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας απ' όσο είναι ευρύτερα αντιληπτό, μεγαλύτερη ίσως και από αυτήν που περιελάμβανε η δημιουργία του ίδιου του ευρώ. Άλλωστε, η τραπεζική ένωση έδωσε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ως της νέας ενιαίας τραπεζικής εποπτικής αρχής, εξουσίες που επηρεάζουν άμεσα τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των πολιτών και την ικανότητα να λαμβάνουν αποφάσεις με δυνητικά σημαντικές δημοσιονομικές συνέπειες.

Τώρα, μόλις τέσσερις μήνες αφ' ότου ανέλαβε τις νέες τις εξουσίες, η ΕΚΤ αντιμετωπίζει μια έντονη δοκιμασία για την αξιοπιστίας της, υπό την μορφή της τελευταίας ελληνικής κρίσης.
Η επιτυχία της τραπεζικής ένωσης εξαρτάται από το αν η ΕΚΤ θα πείσει τις αγορές ότι προσφέρει μια αποφασιστική ρήξη το ευρωπαϊκό παρελθόν, όταν οι εθνικές αρχές θεωρούνταν υπερβολικά ευάλωτες σε πολιτικές πιέσεις, υπερβολικά πρόθυμες να παραβλέψουν τους αδύναμους τραπεζικούς ισολογισμούς για να προστατεύσουν τους κρατικούς ισολογισμούς.
Για να «σπάσει» αυτός ο τοξικός δεσμός μεταξύ των τραπεζών και των κρατών, ο οποίος έχει υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ευρωζώνης, η ΕΚΤ πρέπει να δείξει ότι μπορεί να λάβει αποφάσεις ανεξάρτητα από τις πολιτικές πιέσεις.
Οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν πως ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας έκανε ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα. Τα stress test και το AQR που πραγματοποίησε πέρυσι στους ισολογισμούς των μεγαλυτέρων τραπεζών της ευρωζώνης θεωρήθηκαν πιο αυστηρά απ' όσο οι προηγούμενες ευρωπαϊκές προσπάθειες. Η ΕΚΤ χρησιμοποιεί επίσης τις διακριτικές εξουσίες της ώστε να πιέσει τις τράπεζες να βελτιώσουν την ποιότητα των κεφαλαίων τους, παρακάμπτοντας τις εθνικές εναλλακτικές που δίνονται στο πλαίσιο της Βασιλείας οι οποίες είχαν ενσωματωθεί στους ευρωπαϊκούς κανόνες.
Οι πρόσφατες κινήσεις της κορυφαίας ισπανικής τράπεζας Banco Santander για αύξηση κεφαλαίου, σε συνδυασμό με τις κινήσεις για αύξηση της κεφαλαιακής επάρκειας μικρών ιταλικών τραπεζών, φέρουν τα σημάδια της επίδειξης ισχύος της νέας ρυθμιστικής αρχής.
Όμως η ελληνική κρίση έχει φέρει την ΕΚΤ σε δύσκολη θέση. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας παραπονιέται ότι η ΕΚΤ έχει βάλει τη θηλιά στον λαιμό της Ελλάδας διότι δεν επιτρέπει στην Αθήνα να εκδώσει περισσότερα έντοκα γραμμάτια. Η ΕΚΤ έχει υπερασπιστεί τη θέση της κυρίως σε όρους νομισματικής πολιτικής: λέει πως αν επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα έντοκα, αυτό θα αναλογούσε σε χρηματοδότηση της κυβέρνησης από την κεντρική τράπεζα, κάτι που απαγορεύεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες.
Όμως, ως εποπτική αρχή των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών, η ΕΚΤ αντιμετωπίζει ένα ακόμα πιο ευαίσθητο θέμα: Θα πρέπει να επιτραπεί στις ελληνικές τράπεζες να χρησιμοποιήσουν την ελάχιστη ρευστότητά τους ώστε να μετακυλίσουν τα έντοκα που ήδη κάτεχουν;
Οι αξιωματούχοι αναγνωρίζουν πως σε μια περίοδο τόσο έντονων πιέσεων, οι τράπεζες θα πρέπει ιδανικά να μειώνουν τις εκθέσεις τους σε κρατικούς τίτλους που δεν έχουν εμπορευσιμότητα. Ωστόσο γνωρίζουν επίσης πως το να διατάξουν τις τράπεζες να το κάνουν, θα είχε επίσης σοβαρές συνέπειες για την χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Για την ώρα, η ΕΚΤ επιτρέπει στις τράπεζες να μετακυλίσουν τις εκθέσεις τους σε έντοκα. Όμως κάποιοι αξιωματούχοι λένε πως όσο συνεχίζεται αυτό, τόσο αυξάνεται το κίνδυνος για την αξιοπιστία της ΕΚΤ ως τραπεζικού επόπτη.
Εν τω μεταξύ, η ΕΚΤ πρέπει να λάβει μια ακόμα κρίσιμη απόφαση: έχουν οι ελληνικές τράπεζες επαρκή κεφάλαια;
Η οικονομική κρίση ήδη έχει επιβαρύνει ξεκάθαρα την ποιότητα των τραπεζικών assets. Η Eurobank δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων της ήδη επέστρεψε σε συγκρίσιμα επίπεδα με αυτά του πρώτου εξαμήνου του προηγούμενου έτους, με τις οφειλές να αυξάνονται τόσο στα στεγαστικά, όσο και στα εμπορικά δάνεια.
Ο ρυθμός της κήρυξης χρεοστασίων είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιδεινώνονταν αν η κυβέρνηση άρχιζε να καθυστερεί τις πληρωμές προς τους προμηθευτές της λόγω μιας στενότητας μετρητών, όπως φαίνεται πιθανό δεδομένης της προόδου σε ότι αφορά το «ξεκλείδωμα» των κεφαλαίων της διάσωσης.
Οι πιστωτικές συνθήκες είναι επίσης πιθανό να «σφίξουν» ως αποτέλεσμα της εκροής καταθέσεων από την έναρξη της πολιτικής κρίσης τον Δεκέμβριο. Αν και οι εκροές έχουν σταθεροποιηθεί από τότε που η Αθήνα υπέγραψε την τετράμηνη παράταση του τρέχοντος προγράμματος στις 20 Φεβρουαρίου, οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να εξαρτώνται από τους μηχανισμούς της κεντρικής τράπεζας για χρηματοδότηση ύψους 100 δισ. ευρώ, που ισοδυναμεί σχεδόν με το 70% του ΑΕΠ.
Αυτό υποδηλώνει πως οι ελληνικές τράπεζες θα έρθουν αντιμέτωπες με μια περαιτέρω περίοδο απομόχλευσης καθώς θα προσπαθούν να σταθεροποιήσουν την χρηματοδότησή τους.
Και αν η Αθήνα προχωρήσει με τον προτεινόμενο νέο νόμο που θα καθιστά παράνομες τις κατασχέσεις σε ορισμένα στεγαστικά δάνεια, οι τράπεζες θα αναγκαστούν να επιβαρυνθούν με την ανάληψη περισσότερων «κόκκινων» δανείων που θα αντανακλούν τα αδύναμα κίνητρα για αποπληρωμή των χρεών από τους ιδιοκτήτες σπιτιών.
Είναι αλήθεια ότι οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες πέρασαν πέρυσι τα stress tests της ΕΚΤ και μέχρι τώρα η όποια επιδείνωση είναι εντός του εύρους του δυσμενούς σεναρίου που χρησιμοποιήθηκε στο test, αναφέρουν αξιωματούχοι που γνωρίζουν την κατάσταση. Όμως το πρόβλημα είναι ότι μεγάλο μέρος του κεφαλαίου που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες προκύπτει από τον αναβαλλόμενο φόρο, κάτι που η ΕΚΤ έχει αφήσει να εννοηθεί ότι δεν θεωρεί πως μπορούν να απορροφήσουν επαρκώς τις απώλειες, ώστε να θεωρηθούν πραγματικό βασικό κεφάλαιο, αφού η διαθεσιμότητά τους εξαρτάται από την ικανότητα των τραπεζών να δημιουργήσουν κέρδη τις επόμενες δεκαετίες.
Αν αφαιρεθεί ο αναβαλλόμενος φόρος, ο δείκτης βασικών εποπτικών κεφαλαίων της Eurobank μειώθηκε στο 5% περίπου στο τέλος του 2014, σύμφωνα με την Citigroup. Αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από το στάνταρντ του 10% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Δεν αποτελεί έκπληξη που οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών έχουν χάσει έως και το 80% της αξίας τους τον τελευταίο χρόνο και τώρα διαπραγματεύονται με πολύ πιεσμένους πολλαπλασιαστές.
Κάποιοι κεντρικοί τραπεζίτες πιστεύουν πως ίσως ήδη είναι απαραίτητη μια μεγάλη ένεση κεφαλαίων στις ελληνικές τράπεζες. Ωστόσο η μόνη εύλογη πηγή κεφαλαίων σήμερα είναι τα χρήματα του ΤΧΣ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Για να έχουν πρόσβαση στα κεφάλαια αυτά, οι τράπεζες θα χρειάζονταν έγκριση από τον ESM, που με τη σειρά του θα απαιτούσε η Ελλάδα να συμμορφώνεται με το πρόγραμμα διάσωσής της.
Αν οι πόροι του ΤΧΣ δεν είναι διαθέσιμοι, οποιαδήποτε τράπεζα κριθεί ότι δεν είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένη θα πρέπει να διαλυθεί, σύμφωνα με τους νέους αυστηρούς κανόνες της ΕΕ για το bail-in, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες ορισμένων καταθέσεων.
Φυσικά, οι τεχνοκράτες αξιωματούχοι είναι απρόθυμοι να λάβουν αποφάσεις με τόσο βαθιές πολιτικές επιπτώσεις. Όμως η ΕΚΤ έχει επίσης υποχρέωση να υλοποιεί τις υποχρεώσεις της ανεξάρτητα και σύμφωνα με τους νόμους της ευρωζώνης.
Όσο περισσότερο διαρκεί το αδιέξοδο μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιέσεις προς την ΕΚΤ να ενεργήσει ώστε να διασφαλίσει την αξιοπιστία της.
Άλλωστε, αυτός ήταν και ο σκοπός της τραπεζικής ένωσης.
μετάφραση: euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου