Απειρία, ιδεολογία, λαϊκισμός και εξουσιομανία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του κυβερνητικού σχήματος. Το θλιβερό και καταστροφικό για την χώρα παιχνίδι των ψευδαισθήσεων φθάνει στο τέλος του. Είναι η ώρα των αποφάσεων.
Με απόφαση τεσσάρων Ελλήνων στους δέκα η χώρα, ελέω ενός απίθανου και αντιδημοκρατικού εκλογικού συστήματος, έχει σήμερα μία κυβέρνηση άπειρων, απαίδευτων και ιδεολογικά καθυστερημένων καιροσκόπων της πολιτικής, οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν το μέλλον πολλών γενεών Ελλήνων.Καλούνται δε να ανταποκριθούν στις προκλήσεις ενός κόσμου που αλλάζει γρήγορα και βαθιά, χωρίς οι ίδιοι να πολυκαταλαβαίνουν τί ακριβώς συμβαίνει, πώς και γιατί.
Επικεφαλής της κυβέρνησης αυτής είναι ένας εξ επαγγέλματος καταληψίας, που αγνοώντας πλήρως την ήδη υπάρχουσα ιστορία και τους κανόνες, θέλει να γράψει την δική του, ερήμην της πραγματικότητας. Και επειδή τα γεγονότα είναι πεισματάρικα, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι στην προσπάθειά του αυτή θα συντριβεί –όχι, όμως, χωρίς να οδηγήσει στον βυθό της ανυπαρξίας έναν ιστορικό λαό, μία χώρα που έχει γράψει Ιστορία και μία πολιτιστική παράδοση με παγκόσμια ακτινοβολία.
Στην μέχρι σήμερα λαϊκιστική πορεία του στην ελληνική πολιτική σκηνή, ο σημερινός πρωθυπουργός –τον οποίο έφεραν στο προσκήνιο η ατυχής συγκυρία και τα τραγικά λάθη των πολιτικών του αντιπάλων–, αφού κατάφερε να περιθωριοποιήσει και τελικώς να απομακρύνει την εκσυγχρονιστική και φιλοευρωπαϊκή αριστερά από τον ΣΥΡΙΖΑ, στηρίχθηκε στις περίφημες συνιστώσες για να εφαρμόσει μία ακραία, λενινιστικής εμπνεύσεως, δημαγωγική πολιτική, ικανή να φέρει κοντά του το ΠΑΣΟΚ του κρατισμού και της λεηλασίας.
Δημιούργησε έτσι έναν τριτοκοσμικού τύπου πολιτικό σχηματισμό, περισσότερο περονικής παρά ευρωπαϊκής εμπνεύσεως, ο οποίος, όπως πολύ σωστά επισημαίνει και ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης σε άρθρο του στα Νέα, καβάλησε επιδέξια και κυνικά την δικαιολογημένη λαϊκή δυσαρέσκεια χωρίς να νοιαστεί στοιχειωδώς να προετοιμαστεί να κυβερνήσει, ή να συνεννοηθεί στο εσωτερικό του πώς θα κυβερνήσει. Γι αυτό, όταν έγινε κυβέρνηση, έπεσε έξω σε όλα. Στην τακτική, στην στρατηγική, στο ύφος, στις συμμαχίες, στον υπολογισμό των συσχετισμών, στην τεχνοκρατική προετοιμασία.
Το αποτέλεσμα ήταν μοιραίο. Η αποτυχία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να σχεδιάσει και να ακολουθήσει μία ρεαλιστική και αποτελεσματική διαπραγμάτευση που θα ξαναέβαζε την χώρα σε τροχιά ανάπτυξης, ήταν παταγώδης. Η ανάκαμψη που είχε σημειωθεί το 2014, ύστερα από πέντε χρόνια ύφεσης και εσωτερικής υποτίμησης, ακυρώθηκε και αντιστράφηκε.
Μέσα στους τέσσερις αυτούς μήνες, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε πλιάτσικο στην χώρα. Πήρε τα λεφτά από τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια, τους δήμους, τις περιφέρειες, τις δημόσιες επιχειρήσεις, τους δημόσιους οργανισμούς, το ΕΣΠΑ, τα δημόσια έργα, τα Ταμεία, τις πρεσβείες. Αυτά ήταν λεφτά των Ελλήνων και των Ελληνίδων τα οποία πήραν για να πληρώσουν τους τόκους τους οποίους έως το 2013-14 πλήρωναν οι δανειστές μας. Και στο τέλος καταλήξαμε στα πρόθυρα μιας νέας χρεοκοπίας και στην στάση πληρωμών. Εμπρός στον δρόμο που χάραξε η Ζάμπια!
Από την άλλη πλευρά, ο απαίδευτος και ανεπάγγελτος πρωθυπουργός ανέλαβε να κάνει διαπραγματεύσεις με πολύπειρους και μορφωμένους πολιτικούς ηγέτες επί θεμάτων για τα οποία αγνοούσε πλήρως τόσο την υφή τους όσο και το θεσμικό τους περιεχόμενο. Νόμισε ότι, σε μιαν Ευρώπη που έχει πίσω της 58 χρόνια ενοποιητικής πορείας, θα μπορούσε να εκβιάσει πολιτικές λύσεις σε ένα πρόβλημα που αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο δανεισμό διάσωσης στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως πολύ έγκυρα πληροφορηθήκαμε από σοβαρότατες πηγές, οι συνομιλίες του Έλληνα πρωθυπουργού με Ευρωπαίους ηγέτες μόνον θλίψη και εκνευρισμό προκαλούν. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας αγνοεί στοιχειώδεις κανόνες του ευρωπαϊκού κεκτημένου, έχει πλήρη άγνοια της ευρωπαϊκής ιστορίας και άρα δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί και να εκτιμήσει την πραγματικότητα.
Αυτή η διάσταση της άγνοιας του κ. Τσίπρα, η οποία συνοδεύεται και από τον άκρατο καιροσκοπισμό και αμοραλισμό του κ. Γ.Βαρουφάκη, συνιστούν ένα εκρηκτικό κοκτέϊλ, που οδηγεί την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώκει την έξοδο της Ελλάδας από τη Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλοντας όμως να «φορτώσει» το γεγονός αυτόστις ευρωπαϊκές ηγεσίες. Οι τελευταίες, έχουν αντιληφθεί το παιχνίδι του διδύμου Τσίπρα-Βαρουφάκη και γι αυτό «παίζουν» στο γήπεδο της παρατάσεως του χρόνου, κάτι που τούς επιτρέπει να εξασφαλίζουν τα νώτα τους.
Σήμερα, όμως, αυτό το θλιβερό και καταστροφικό για την χώρα παιχνίδι των ψευδαισθήσεων και των ψευδών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, φθάνει στο τέλος του. Με αποτέλεσμα, η αριστεροδεξιά κυβέρνηση να μετακυλύει τα αδιέξοδά της στην χώρα.
Ειδικότερα, ο απαίδευτος κύριος πρωθυπουργός κατασκεύασε μία γενικευμένη αστάθεια για να αποφύγει τις αποφάσεις, καθώς ήταν διχασμένος και ανίκανος να τις λάβει. Ο μετεωρισμός του πήγασε από την αντιφατικότητα της φυσιογνωμίας του. Επιβιώνει καλύτερα σε συνθήκες αστάθειας, σύγχυσης και κρίσης,γιατί ήταν το κόμμα της κρίσης. Ένα μικρό νεοκομμουνιστικό κόμμα διαμαρτυρίας πέτυχε να εκμεταλλευτεί τον κυρίαρχο εθνικολαϊκιστικό μύθο της «αντίστασης στους ξένους» και να επωφεληθεί από τα μεγάλα λάθη των αντιπάλων του για να κερδίσει μία σχετική εκλογική πλειοψηφία, χωρίς κατεύθυνση άλλη από την άρνηση.
Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ τελειώνει εδώ. Αν καταλήξει σε συμφωνία, θα δοκιμαστεί από εσωκομματικές συγκρούσεις και ρήγματα. Θα έχει λάβει, εντούτοις, μία εθνικά υπεύθυνη θέση, που θα δώσει την ευκαιρία στον κ. Τσίπρα να πρωταγωνιστήσει στην αναμόρφωση του κομματικού συστήματος. Αν, πάλι, ο ΣΥΡΙΖΑ καταφύγει στην ρήξη με την Ευρώπη και το ευρώ, θα προκαλέσει μία μείζονα εθνική καταστροφή, που θα τον τσακίσει και τον ίδιο.
Έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε ότι το δεύτερο σενάριο είναι όλο και πιο πιθανό. Η δομική αδυναμία απόφασης, μαζί με την αβουλία ή την αμφιθυμία της ηγεσίας Τσίπρα, κατέληξαν στην ισχυροποίηση των νεοκομμουνιστικών ανακλαστικών και ιδεοληψιών του στενού κομματικού πυρήνα του 4% –όχι μόνον αριθμητικά, αλλά κυρίως πολιτικά. Η πιθανότητα ρήξης κέρδισε έδαφος στον κομματικό λόγο, καθώς ο κομματικός αντίλογος δείλιαζε να αντιπαρατεθεί πολιτικά και στρατηγικά.
Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται έτσι να απαλλαγεί από την αντιμεταρρυθμιστική της ρητορική και, με συγκεκριμένες πράξεις της, ορατές πλέον από τους εταίρους-δανειστές μας, οδηγεί το σκάφος σε μία βαλκανικού τύπου τριτοκοσμική κατάσταση, η οποία μόνον οδυνηρές συνέπειες θα έχει.
Ακόμα και γι αυτούς που σήμερα υμνούν και γλύφουν μία άκρως αντιδραστική και αυταρχική εξουσία.
Με απόφαση τεσσάρων Ελλήνων στους δέκα η χώρα, ελέω ενός απίθανου και αντιδημοκρατικού εκλογικού συστήματος, έχει σήμερα μία κυβέρνηση άπειρων, απαίδευτων και ιδεολογικά καθυστερημένων καιροσκόπων της πολιτικής, οι οποίοι καλούνται να διαχειριστούν το μέλλον πολλών γενεών Ελλήνων.Καλούνται δε να ανταποκριθούν στις προκλήσεις ενός κόσμου που αλλάζει γρήγορα και βαθιά, χωρίς οι ίδιοι να πολυκαταλαβαίνουν τί ακριβώς συμβαίνει, πώς και γιατί.
Επικεφαλής της κυβέρνησης αυτής είναι ένας εξ επαγγέλματος καταληψίας, που αγνοώντας πλήρως την ήδη υπάρχουσα ιστορία και τους κανόνες, θέλει να γράψει την δική του, ερήμην της πραγματικότητας. Και επειδή τα γεγονότα είναι πεισματάρικα, θα πρέπει να θεωρείται βέβαιον ότι στην προσπάθειά του αυτή θα συντριβεί –όχι, όμως, χωρίς να οδηγήσει στον βυθό της ανυπαρξίας έναν ιστορικό λαό, μία χώρα που έχει γράψει Ιστορία και μία πολιτιστική παράδοση με παγκόσμια ακτινοβολία.
Στην μέχρι σήμερα λαϊκιστική πορεία του στην ελληνική πολιτική σκηνή, ο σημερινός πρωθυπουργός –τον οποίο έφεραν στο προσκήνιο η ατυχής συγκυρία και τα τραγικά λάθη των πολιτικών του αντιπάλων–, αφού κατάφερε να περιθωριοποιήσει και τελικώς να απομακρύνει την εκσυγχρονιστική και φιλοευρωπαϊκή αριστερά από τον ΣΥΡΙΖΑ, στηρίχθηκε στις περίφημες συνιστώσες για να εφαρμόσει μία ακραία, λενινιστικής εμπνεύσεως, δημαγωγική πολιτική, ικανή να φέρει κοντά του το ΠΑΣΟΚ του κρατισμού και της λεηλασίας.
Δημιούργησε έτσι έναν τριτοκοσμικού τύπου πολιτικό σχηματισμό, περισσότερο περονικής παρά ευρωπαϊκής εμπνεύσεως, ο οποίος, όπως πολύ σωστά επισημαίνει και ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης σε άρθρο του στα Νέα, καβάλησε επιδέξια και κυνικά την δικαιολογημένη λαϊκή δυσαρέσκεια χωρίς να νοιαστεί στοιχειωδώς να προετοιμαστεί να κυβερνήσει, ή να συνεννοηθεί στο εσωτερικό του πώς θα κυβερνήσει. Γι αυτό, όταν έγινε κυβέρνηση, έπεσε έξω σε όλα. Στην τακτική, στην στρατηγική, στο ύφος, στις συμμαχίες, στον υπολογισμό των συσχετισμών, στην τεχνοκρατική προετοιμασία.
Το αποτέλεσμα ήταν μοιραίο. Η αποτυχία της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να σχεδιάσει και να ακολουθήσει μία ρεαλιστική και αποτελεσματική διαπραγμάτευση που θα ξαναέβαζε την χώρα σε τροχιά ανάπτυξης, ήταν παταγώδης. Η ανάκαμψη που είχε σημειωθεί το 2014, ύστερα από πέντε χρόνια ύφεσης και εσωτερικής υποτίμησης, ακυρώθηκε και αντιστράφηκε.
Μέσα στους τέσσερις αυτούς μήνες, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε πλιάτσικο στην χώρα. Πήρε τα λεφτά από τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια, τους δήμους, τις περιφέρειες, τις δημόσιες επιχειρήσεις, τους δημόσιους οργανισμούς, το ΕΣΠΑ, τα δημόσια έργα, τα Ταμεία, τις πρεσβείες. Αυτά ήταν λεφτά των Ελλήνων και των Ελληνίδων τα οποία πήραν για να πληρώσουν τους τόκους τους οποίους έως το 2013-14 πλήρωναν οι δανειστές μας. Και στο τέλος καταλήξαμε στα πρόθυρα μιας νέας χρεοκοπίας και στην στάση πληρωμών. Εμπρός στον δρόμο που χάραξε η Ζάμπια!
Από την άλλη πλευρά, ο απαίδευτος και ανεπάγγελτος πρωθυπουργός ανέλαβε να κάνει διαπραγματεύσεις με πολύπειρους και μορφωμένους πολιτικούς ηγέτες επί θεμάτων για τα οποία αγνοούσε πλήρως τόσο την υφή τους όσο και το θεσμικό τους περιεχόμενο. Νόμισε ότι, σε μιαν Ευρώπη που έχει πίσω της 58 χρόνια ενοποιητικής πορείας, θα μπορούσε να εκβιάσει πολιτικές λύσεις σε ένα πρόβλημα που αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο δανεισμό διάσωσης στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως πολύ έγκυρα πληροφορηθήκαμε από σοβαρότατες πηγές, οι συνομιλίες του Έλληνα πρωθυπουργού με Ευρωπαίους ηγέτες μόνον θλίψη και εκνευρισμό προκαλούν. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας αγνοεί στοιχειώδεις κανόνες του ευρωπαϊκού κεκτημένου, έχει πλήρη άγνοια της ευρωπαϊκής ιστορίας και άρα δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί και να εκτιμήσει την πραγματικότητα.
Αυτή η διάσταση της άγνοιας του κ. Τσίπρα, η οποία συνοδεύεται και από τον άκρατο καιροσκοπισμό και αμοραλισμό του κ. Γ.Βαρουφάκη, συνιστούν ένα εκρηκτικό κοκτέϊλ, που οδηγεί την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώκει την έξοδο της Ελλάδας από τη Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλοντας όμως να «φορτώσει» το γεγονός αυτόστις ευρωπαϊκές ηγεσίες. Οι τελευταίες, έχουν αντιληφθεί το παιχνίδι του διδύμου Τσίπρα-Βαρουφάκη και γι αυτό «παίζουν» στο γήπεδο της παρατάσεως του χρόνου, κάτι που τούς επιτρέπει να εξασφαλίζουν τα νώτα τους.
Σήμερα, όμως, αυτό το θλιβερό και καταστροφικό για την χώρα παιχνίδι των ψευδαισθήσεων και των ψευδών της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, φθάνει στο τέλος του. Με αποτέλεσμα, η αριστεροδεξιά κυβέρνηση να μετακυλύει τα αδιέξοδά της στην χώρα.
Ειδικότερα, ο απαίδευτος κύριος πρωθυπουργός κατασκεύασε μία γενικευμένη αστάθεια για να αποφύγει τις αποφάσεις, καθώς ήταν διχασμένος και ανίκανος να τις λάβει. Ο μετεωρισμός του πήγασε από την αντιφατικότητα της φυσιογνωμίας του. Επιβιώνει καλύτερα σε συνθήκες αστάθειας, σύγχυσης και κρίσης,γιατί ήταν το κόμμα της κρίσης. Ένα μικρό νεοκομμουνιστικό κόμμα διαμαρτυρίας πέτυχε να εκμεταλλευτεί τον κυρίαρχο εθνικολαϊκιστικό μύθο της «αντίστασης στους ξένους» και να επωφεληθεί από τα μεγάλα λάθη των αντιπάλων του για να κερδίσει μία σχετική εκλογική πλειοψηφία, χωρίς κατεύθυνση άλλη από την άρνηση.
Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ τελειώνει εδώ. Αν καταλήξει σε συμφωνία, θα δοκιμαστεί από εσωκομματικές συγκρούσεις και ρήγματα. Θα έχει λάβει, εντούτοις, μία εθνικά υπεύθυνη θέση, που θα δώσει την ευκαιρία στον κ. Τσίπρα να πρωταγωνιστήσει στην αναμόρφωση του κομματικού συστήματος. Αν, πάλι, ο ΣΥΡΙΖΑ καταφύγει στην ρήξη με την Ευρώπη και το ευρώ, θα προκαλέσει μία μείζονα εθνική καταστροφή, που θα τον τσακίσει και τον ίδιο.
Έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε ότι το δεύτερο σενάριο είναι όλο και πιο πιθανό. Η δομική αδυναμία απόφασης, μαζί με την αβουλία ή την αμφιθυμία της ηγεσίας Τσίπρα, κατέληξαν στην ισχυροποίηση των νεοκομμουνιστικών ανακλαστικών και ιδεοληψιών του στενού κομματικού πυρήνα του 4% –όχι μόνον αριθμητικά, αλλά κυρίως πολιτικά. Η πιθανότητα ρήξης κέρδισε έδαφος στον κομματικό λόγο, καθώς ο κομματικός αντίλογος δείλιαζε να αντιπαρατεθεί πολιτικά και στρατηγικά.
Η ελληνική κυβέρνηση αρνείται έτσι να απαλλαγεί από την αντιμεταρρυθμιστική της ρητορική και, με συγκεκριμένες πράξεις της, ορατές πλέον από τους εταίρους-δανειστές μας, οδηγεί το σκάφος σε μία βαλκανικού τύπου τριτοκοσμική κατάσταση, η οποία μόνον οδυνηρές συνέπειες θα έχει.
Ακόμα και γι αυτούς που σήμερα υμνούν και γλύφουν μία άκρως αντιδραστική και αυταρχική εξουσία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου