Τι είναι ακριβώς το δράμα που ζούμε εδώ και μερικές εβδομάδες; Είναι μια διαπραγμάτευση που κάνουμε στο πλαίσιο της Ευρώπης, όπως απαιτούσε η εντολή που έδωσε το εκλογικό σώμα; Ή είναι ένα πολιτικό πραξικόπημα με το οποίο οι νεοκομμουνιστικές δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με κάποιους εθνικιστές καμμένους, προσπαθούν να βγάλουν σιγά σιγά την Ελλάδα από την Ευρώπη; Ή, μήπως, η αποτυχία της πρώτης ενθαρρύνει το δεύτερο;
Έχουμε πια πλήρη εικόνα της διαπραγμάτευσης. Οχι μόνο της τακτικής που ακολουθήθηκε και αποδείχθηκε φιάσκο με τεράστιο κόστος για την κοινωνία. Μάθαμε επιτέλους και τις «προτάσεις» της κυβέρνησης προς τους δανειστές και διαπιστώσαμε ξανά τη συντηρητική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναμία με την οποία θα έχει ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτής της δύσκολης φάσης, ακόμα και αν φτάσουμε σε συμφωνία.
Οι προτάσεις Τσίπρα δεν ήταν παρά ένας κατάλογος δημοσιονομικών μέτρων που δεν εντάσσονταν σε κανένα σχέδιο, πόσο μάλλον αναπτυξιακό. Αντιθέτως, αντικατόπτριζαν τις παθογένειες του παρελθόντος.
Δύο κομβικά παραδείγματα είναι αρκετά.
Τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, όπως έδειξε ο καθηγητής Μάνος Ματσαγγάνης σε τρία καταιγιστικά άρθρα του («Athens Voice» 10, 12 και 14/6/2015), επαναφέρουν τη λογική της περιστασιακής, πελατειακής διανομής επιδομάτων κατά τα γούστα της πολιτικής εξουσίας, αναστέλλοντας τις προσπάθειες διάδοσης του ελάχιστου εθνικού εισοδήματος.
Στο Ασφαλιστικό οι κυβερνητικές προτάσεις, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις ομάδες της εκλογικής πελατείας του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως στο Δημόσιο, εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια εξορθολογισμού του συστήματος, ξέχασαν την κοινωνική δικαιοσύνη για τους χαμηλοσυνταξιούχους και οδηγούν εκ νέου το Ασφαλιστικό σε αδιέξοδο.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι η υπερφορολόγηση των πολιτών γενικά και του ιδιωτικού τομέα ειδικά. Η κοινότοπη φράση «φορολογική καταιγίδα» υποβαθμίζει το βαθύτερο πρόβλημα. Που δεν είναι άλλο από το ότι αυτή η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν σχέδιο για την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση της χώρας, ενώ παράλληλα διατηρούν μια παλαιοαριστερή αποστροφή προς τον ιδιωτικό τομέα και την επιχειρηματικότητα γενικότερα.
Απόδειξη είναι η σουρεαλιστική πλέον εικόνα των αρμοδίων, οι οποίοι δηλώνουν καθημερινά ότι «δεν θα κόψουν μισθούς και συντάξεις» την ίδια ώρα που χιλιάδες εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα έχουν πάψει να πληρώνονται τακτικά, λόγω της ύφεσης και της αβεβαιότητας. Ο χαρακτήρας και η ποιότητα των «προτάσεων» της κυβέρνησης μιλούν για τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ.
Το κόμμα αυτό εξέφρασε τη διάχυτη διαμαρτυρία του κόσμου για την κρίση και την απογοήτευση για την παρατεταμένη διάρκειά της. Εξέφρασε όμως μόνο την άμυνα, όχι την προοπτική της ανασυγκρότησης. Και στην κρίση, καλύτερα αμύνονται οι ισχυρότερες ομάδες, που προφανώς απέκτησαν την ισχύ τους στηριζόμενες στο προηγούμενο μοντέλο που κατέρρευσε.
Γι’ αυτό βλέπουμε τη μέσω ΣΥΡΙΖΑ επανεμφάνιση του κομματικού – συνδικαλιστικού – μιντιακού κατεστημένου της ύστερης μεταπολίτευσης (στη χειρότερη συχνά εκδοχή του). Γι’ αυτό βλέπουμε την απονενοημένη προσπάθεια αναπαραγωγής του κρατικιστικού – συντεχνιακού – πελατειακού μοντέλου. Αυτό όμως αποκλείεται να αναπαραχθεί γιατί δεν έχει πια τους δημοσιονομικούς πόρους. Κάποιοι αυταπατώνται ότι με τη δραχμή θα τους βρουν.
Το μόνο που κάνουν είναι να θέσουν σε κίνδυνο τις δύο θεμελιακές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης. Τη σταθερή ένταξη στην Ευρώπη και το υψηλό επίπεδο δημοκρατικής ζωής. Τα δύο συναρτήθηκαν.
Ιστορικά είχε δίκαιο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής που θεώρησε την ένταξη στην ΕΟΚ πρωτίστως πολιτικό στόχο για την εδραίωση της ελληνικής δημοκρατίας μετά τις περιπέτειες του 20ού αιώνα. Την ίδια εκτίμηση έκανε λίγο αργότερα και ο Ανδρέας Παπανδρέου. Σήμερα οι δύο θεμελιώδεις κατακτήσεις κλονίζονται. Ο κ. Τσίπρας δεν κουράζεται να καταγγέλλει τον «εκβιασμό των δανειστών». Δεν έχει πει όμως κουβέντα ούτε έχει κάνει τίποτα για να αντιμετωπίσει εκείνες τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που επιχειρούν ουσιαστικά ένα έρπων πολιτικό πραξικόπημα ενάντια στη βούληση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Εννοώ εκείνες τις δυνάμεις που ροκανίζουν συστηματικά κάθε διαπραγματευτικό βήμα με σκοπό να υποχρεώσουν την Ελλάδα να εγκαταλείψει το ευρώ.
Οι δημοσκοπήσεις μάς δίνουν τόσο την εικόνα όσο και τη μηχανική του πραξικοπήματος. Το 70%-80% του λαού θέλει να μείνουμε στο ευρώ, ακόμα και με θυσίες. Το εκλογικό σώμα του ΣΥΡΙΖΑ, σχεδόν 40% μαζί με τους καμμένους, είναι εσωτερικά διχασμένο, 20% ευρώ, 20% δραχμή. Στο 20% των δραχμόφιλων του ΣΥΡΙΖΑ προστίθεται και το 5% της ΧΑ, αλλά όχι το ποσοστό του ΚΚΕ. Οποιος προσέχει τις επίσημες τοποθετήσεις του ΚΚΕ, βλέπει ότι ως σοβαρό ιστορικό κόμμα έχει αντιληφθεί την κοινωνική τραγωδία που θα υποστούν τα λαϊκά στρώματα από την τυχοδιωκτική πολιτική των συριζαίων.
Αυτό το 25% λοιπόν, συνονθύλευμα νεοκομμουνιστών, εθνικιστών και φασιστών, ακολουθεί την τακτική του ροκανίσματος για να ακινητοποιήσει την κυβέρνηση του 40%, ώστε τελικά να κάμψει μέσω της τελμάτωσης τη βούληση του 70%-80% που θέλει την παραμονή της χώρας στο ευρώ και τη λήξη της πολιτικής περιπέτειας. Έτσι, υπονομεύουν τις προσπάθειες λύσης της ίδιας τους της κυβέρνησης, παραποιούν τις εκάστοτε προτάσεις για να τις «καταγγείλουν» πιο «πειστικά».
Ελπίζουν ότι η παράταση του τέλματος θα κουράσει την κοινή γνώμη, θα αυξήσει τον ευρωσκεπτικισμό και θα ενισχύσει τον μιθριδατισμό, δηλαδή την εξοικείωση με την επερχόμενη καταστροφή. Στο τέρμα αυτού του δρόμου θα είναι η καθιέρωση μιας εθνικολαϊκιστικής αυταρχικής κατάστασης, σημάδια της οποίας βλέπουμε στις τωρινές νοοτροπίες και ενέργειες.
Παρά τις συνεχείς εκκλήσεις, ο κ. Τσίπρας δεν έδειξε πού τοποθετείται. Αυτό ενθάρρυνε τις δυνάμεις του έρποντος πολιτικού πραξικοπήματος, οι οποίες ενισχύθηκαν άλλωστε από τις δύο γνωστές ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις που κατέχουν κρίσιμα πόστα στο σύστημα εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι επόμενες ημέρες είναι από εκείνες που γράφουν Ιστορία για δεκαετίες.
Η χρεοκοπία, ακόμα και αν κουκουλωθεί με νομικές μικροδιευκολύνσεις από τους διεθνείς θεσμούς, θα είναι καταστροφική. Από την άλλη, η ενδεχόμενη συμφωνία, ακόμα και αν είναι ένα μπάλωμα, θα είναι ευπρόσδεκτη γιατί θα μας δώσει χρόνο, μπας και συνέλθουμε ως κοινωνία και πολιτικό σύστημα. Αυτό που γίνεται σαφές, έστω και αν δεν το λένε ακόμα οι δημοσκοπήσεις, είναι ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ του κ. Τσίπρα είναι τελείως ανεπαρκής να αντιμετωπίσει την πολυπλοκότητα της κατάστασης.
Ο ίδιος ο κ. Τσίπρας πρέπει να καταλάβει ότι έχει αυτοπαγιδευτεί και έχει παγιδεύσει τη χώρα. Οι ευθύνες που καλείται να αναλάβει τον ξεπερνούν. Αν το συνειδητοποιεί, θα πρέπει να εξαγάγει τα συμπεράσματα. Οι εθνικές κρίσεις αντιμετωπίζονται με ειλικρινείς πολιτικές πρωτοβουλίες, με ευρύτερες συναινέσεις, με προσφυγές σε αντίστοιχες κυβερνητικές λύσεις, μεταβατικές ώσπου να μπορούν να γίνουν εκλογές με ανοιχτές τις τράπεζες.
Μεγάλη ευθύνη αναλογεί και στον κ. Παυλόπουλο. Βγήκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας με το στίγμα παρασκηνιακών συμπαιγνιών. Όμως, στις ιστορικές στιγμές που περνάμε θα κριθεί όχι από τις προηγούμενες δεσμεύσεις, αλλά από τις τωρινές πρωτοβουλίες που το αξίωμά του απαιτεί. Θα μπορεί άλλωστε να βασιστεί όλο και περισσότερο σε μια πλειοψηφική κοινή γνώμη που αφυπνίζεται και διαδηλώνει «Μένουμε Ευρώπη».
Διαβάστε περισσότερα: Κύριε Τσίπρα, οι στιγμές ξεπερνούν την κυβέρνησή σας.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου